Στρατηγική και τακτική
του Γιώργου Καραμπελιά
Μέσα στο γενικευμένο αλαλούμ των εκλογών και την εκτεταμένη σύγχυση που κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση, πάρα πολλοί συγχέουν τη στρατηγική με την τακτική της χώρας, σύγχυση που επιτείνεται από το απόλυτο οραματικό κενό που διακρίνει τις εκλογικές αντιπαραθέσεις. Έτσι, καμία συζήτηση δεν έχει διεξαχθεί για το μέλλον της Ελλάδας και το όραμα που μπορεί να διαθέτει για τον 21ο αιώνα.
Εμείς, αναρίθμητες φορές τα τελευταία χρόνια, έχουμε επαναλάβει πως όχι μόνο πρέπει να έχουμε ένα στρατηγικό όραμα, προς το οποίο να κατατείνει ο ελληνικός λαός για την σωτηρία και την ανάταξή του, αλλά πως θα πρέπει να διευκρινίσουμε και όλα τα αναγκαία τακτικά βήματα για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής. Και όμως, πάρα πολλοί φίλοι και αναγνώστες του Άρδην, της Ρήξης και των κειμένων μας, μοιάζουν να συγχέουν τη στρατηγική και την τακτική, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαμορφωθεί μια οποιαδήποτε συνεκτική πρόταση.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΜΑΣ
Η στρατηγική μας, όπως ορίζεται από το δυναμικό της χώρας, τη γεωπολιτική μας θέση και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά μας, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται:
Πρώτον από την εμμονή στην «εσωστρέφεια», δηλαδή την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, την ενίσχυση της πνευματικής και πολιτισμικής μας αυτονομίας, την ενίσχυση της άμυνάς μας.
Δεύτερο, για την ενίσχυση της αυτονομίας μας, στα πλαίσια της Ευρώπης, θα πρέπει να συσφίξουμε τη σχέση μας με την Κύπρο και να διαμορφώσουμε σταδιακά, παρά τις δυσκολίες, ένα βαλκανικό πόλο, στο εσωτερικό της Ευρώπης, προϋπόθεση για την μακροπρόθεσμη αποτροπή του τουρκικού επεκτατισμού.
Τρίτον, θα πρέπει να απορρίψουμε τη μονοδιάστατη πρόσδεση της πολιτικής μας στη Δύση, αναπτύσσοντας και ενισχύοντας τις σχέσεις με την ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, βλέποντας σε βάθος χρόνου την οικοδόμηση μιας Ευρώπης από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια.
Τέταρτο, προϋπόθεση για όλα αυτά αποτελεί η πνευματική αποαποικιοποίηση του ελληνικού λαού, και επιτέλους ο «εκσυγχρονισμός» της δικής μας παράδοσης.
Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΜΑΣ
Αν αυτές είναι οι στρατηγικές μας κατευθύνσεις, θα πρέπει να διευκρινίσουμε τις τακτικές κινήσεις μας, βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες, που θα επιτρέψουν την επίτευξή τους:
Σε συνθήκες εσωτερικής κρίσης και ενίσχυσης του οθωμανικού ισλαμικού πόλου στην περιοχή, πρέπει να αποφύγουμε την απομόνωσή μας, ιδιαίτερα όσο δεν έχει αρχίσει μια πολιτική αλλαγής του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας. Όσο είμαστε εξαρτημένοι οικονομικά και πολιτικά, δεν θα πρέπει οι κινήσεις μας να οδηγούν στην απομόνωση, που μπορεί να αποβεί μοιραία, αλλά στη διαμόρφωση συμμαχιών. Συμμαχιών με τις χώρες της νότιας Ευρώπης, με τις μεγάλες δυνάμεις που απορρίπτουν τη γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη, με τους λαούς και τα κινήματα που αρνούνται τη δαιμονοποίηση και απομόνωση των Ελλήνων. Γιατί, διαφορετικά, ο ελληνικός λαός, ανέτοιμος παραγωγικά και ιδεολογικά, μπορεί και να ακολουθήσει μια καθοδική σπείρα κρίσης με αποσυνθετικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό τον λόγο και μόνο επιμένουμε πως θα πρέπει να αποφύγουμε την έξοδο από το ευρώ, σήμερα, μόνοι μας. αντίθετα, θα πρέπει να μείνουμε στο εσωτερικό της ευρωζώνης, είτε αυτή αναταχθεί είτε διαλυθεί. Και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση, θα έχουμε τη δυνατότητα να συνάψουμε συμμαχίες και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Όποιος δεν καταλαβαίνει πως, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα είναι καταστροφική κυρίως για τα λαϊκά στρώματα, είτε είναι αφελής είτε ακολουθεί κάποια μικρά ή μεγάλα συμφέροντα που επιθυμούν να κερδίσουν από την κρίση και… «τσιμέντο να γίνει η Ελλάδα».
Με βάση αυτή την ανάλυση της συγκυρίας, υποστηρίζουμε πως οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, που τα δύο προηγούμενα χρόνια εξέφρασαν το αγωνιστικό αίσθημα του ελληνικού λαού, και ενώ η πολιτική του μνημονίου έχει καταδικαστεί, θα έπρεπε να αναλάβουν την ηγεσία ενός εθνικού μετώπου εξόδου από την κρίση και να καταστούν αυτές η ηγεμονική δύναμη αυτού του μετώπου.
Μια αντιμνημονιακή και ταυτόχρονα πατριωτική σύνθεση
Η εμμονή των αριστερών αντιμνημονιακών δυνάμεων, και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια λογική όχι εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα αλλά κομματικού-διχαστικού, εξηγείται από τον ευρωπαϊστικό και εθνομηδενιστικό ιδεολογικό πυρήνα του μεγαλύτερου μέρους της αριστεράς στην Ελλάδα. Όταν υποτιμάς την τουρκική επιθετικότητα, αγνοείς το δημογραφικό και μεταναστευτικό, θεωρείς τους Κυπρίους απλώς ελληνόφωνους και έχεις την εντύπωση ότι αποτελείς απλώς μέρος της Δυτικής Ευρώπης και όχι μια «χώρα των συνόρων», που δίνει κυριολεκτικά έναν αγώνα επιβίωσης, τότε, δεν μπορείς να κατανοήσεις σε βάθος τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του κινήματος του ελληνικού λαού. Τότε, προτάσσεις μια εμφυλιοπολεμική, διχαστική λογική, αγνοείς τους εθνικούς κινδύνους και, κατά συνέπεια, επιτρέπεις, με μια παράδοξη αναστροφή, στις μνημονιακές δυνάμεις να ηγηθούν σε αυτό το πατριωτικό κίνημα! Δηλαδή, επιτυγχάνεις το ακριβώς αντίστροφο από αυτό που επικαλείσαι. Διότι είναι προφανές ότι, εάν οι αντιμνημονιακές δυνάμεις ήταν ταυτόχρονα και πατριωτικές και είχαν συνείδηση του συνόλου των διακυβευμάτων, θα μπορούσαν να μεταβληθούν σε μια αδιαμφισβήτητη ηγεμονική δύναμη χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο. Όταν, όμως, δίνεις το «σήμα» πως αδιαφορείς για τα γεωπολιτικά διακυβεύματα, για το μεταναστευτικό, για την άμυνα της χώρας κ.ο.κ., τότε δεν επιτρέπεις στις αντιμνημονιακές δυνάμεις να μεταβληθούν στον ηγεμονικό πόλο της κοινωνίας μας. Το αποτέλεσμα είναι πως –ενώ το μνημόνιο έχει καταδικαστεί– οδηγείς τη χώρα σε μια ισορροπία του τρόμου και, πιθανότατα, σε μια ακινησία, ακόμα και ακυβερνησία. Αυτό το έλλειμμα πρότασης και μετασχηματισμού του αντιμνημονιακού σε ένα αληθινά επαναστατικό κίνημα συναρτάται με την αδυναμία κατανόησης πως το εθνικό ζήτημα αποτελεί την καρδιά των προβλημάτων της χώρας και επομένως η οπτική σου πρέπει να εκκινά πάντα από αυτό.
Αυτό είναι που καθορίζει και τη στρατηγική μας. Στις χώρες και τις εποχές όπου η εθνική επιδίωξη αποτελεί την υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα, οι δυνάμεις της εργασίας αναλαμβάνουν ή μπορούν να αναλάβουν την ηγεμονία, και άρα μπορούν να μετατρέψουν και το κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο, μόνο εάν τεθούν επικεφαλής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Διαφορετικά, καταδικάζονται στο να παραμένουν διαρκώς υποδεέστερες και υποταγμένες στις κυρίαρχες ελίτ. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η στάση του ΚΚΕ, το οποίο, παρ’ ότι πιο λαϊκό και εργατικό από τον ΣΥΡΙΖΑ και παρ’ ότι αρνείται μια τυχοδιωκτική στρατηγική, για την παρούσα κρίση, αδυνατεί να παίξει έναν ουσιαστικό και επαναστατικό ρόλο, διότι μένει αγκυλωμένο σε μια λογική «ταξικής σύγκρουσης», χωρίς πρόταξη του πατριωτικού χαρακτήρα της αντιπαράθεσης. Κάνει, δηλαδή, το ακριβώς αντίθετο αυτού που έκανε στη διάρκεια της Κατοχής, όταν τέθηκε επικεφαλής του αγώνα του ελληνικού λαού. Ακριβώς, όμως, επειδή και τότε δεν διέθετε μια θεωρία για τη φύση της ελληνικής κοινωνίας και των αντιθέσεών της, δεν κατόρθωσε στη συνέχεια να ολοκληρώσει αυτή την πολιτική του επιλογή, αλλά παγιδεύτηκε από τις μεγάλες δυνάμεις και ιδιαίτερα από τους Εγγλέζους σ’ έναν καταστροφικό εμφύλιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, παρεμβαίνει στην συγκυρία αλλά, επειδή το κάνει με μια ευρωπαϊστική, εθνομηδενιστική οπτική, δεν μπορεί να κατανοήσει τα ευρύτερα γεωπολιτικά διακυβεύματα και, γι’ αυτό, αποτελεί –για μένα τουλάχιστον– χειρότερη επιλογή από ένα ΚΚΕ σε ακινησία.
Ο τετραγωνισμός του κύκλου
Οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» κατανοούν πολύ περισσότερο την εθνική διάσταση των προβλημάτων, αλλά, από τη φύση της στελέχωσής τους και την έλλειψη προγραμματικής επεξεργασίας, δεν μπορούν ούτε και αυτοί να προσφέρουν μια ολοκληρωμένη ή έστω ικανοποιητική επιλογή.
Γι’ αυτό και είμαστε καταδικασμένοι, ο καθένας ανάλογα με την ευαισθησία ή την προϊστορία του, να επιλέξουμε στις εκλογές ανάμεσα σε εκείνες τις λύσεις που αποτελούν τον μικρότερο κίνδυνο, δηλαδή, είτε το ΚΚΕ είτε τους «Ανεξάρτητους Έλληνες». Και κάποιοι θα μπορούσαν να επιλέξουν και τη ΔΗ.ΜΑΡ., αν δεν αποτελούσε το όχημα της πιο εθνομηδενιστικής μερίδας του παλιού ΚΚΕ εσωτ.
Διάφοροι φίλοι, μπροστά σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία, που απαιτεί κυριολεκτικά τον τετραγωνισμό του κύκλου, μας επικρίνουν και δεν κατανοούν πώς, από τη μία πλευρά, καλούμε σε ανάληψη της ηγεμονίας από τις αντιμνημονιακές δυνάμεις και, ταυτόχρονα, στην απόρριψη της λογικής του εμφυλίου. Συγχέουν έτσι στρατηγική και τακτική ενώ, όπως όλη η ελληνική κοινωνία, έχουν βαθύτατα αναπτυγμένο το εμφυλιοπολεμικό γονίδιο και αρνούνται να κατανοήσουν πως η ηγεμονία σημαίνει ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΥΝΕΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΦΙΚΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, διαφορετικά οδηγεί σε παραχώρησητης ηγεμονίας στους αντιπάλους. Και είναι γεγονός πως οι δυνάμεις, που είτε έφεραν το μνημόνιο (όπως το ΠΑΣΟΚ) είτε υπέκυψαν εντέλει στον εκβιασμό (όπως η Ν.Δ.), έχουν μικρότερες δυνατότητες αναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου απ’ ό,τι θα είχαν αντιμνημονιακές δυνάμεις με αναπτυγμένο το αίσθημα της εθνικής ευθύνης. Και οι τελευταίες θα είχαν συσπειρώσει γύρω τους τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των πολιτικών δυνάμεων. Γι’ αυτό, λοιπόν, επειδή ελλείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, πορευόμαστε, πέντε μέρες πριν από τις εκλογές, «στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», και ελπίζουμε ότι ο ελληνικός λαός θα αναδείξει μια τέτοια ισορροπία δυνάμεων που δεν θα επιτρέπει σε κανέναν να πραγματοποιήσει το ανεπανόρθωτο.
Μεταπρατική αστική τάξη, παρασιτικά μεσοστρώματα
Στο μεταξύ, ξεπερνώντας τα διλήμματα της ψήφου, θα πρέπει να παλεύουμε για την ενίσχυση της αυτονομίας των δυνάμεων της εργασίας, του πολιτισμού και της αυτόκεντρης ανάπτυξης, που θα μπορέσουν, την επόμενη περίοδο, να παίξουν ένα ουσιαστικό ρόλο στην αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, υπερβαίνοντας τόσο τις δυνάμεις του μεταπρατικού αστισμού, όσο και εκείνες των παρασιτικών μεσοστρωμάτων, που κυριάρχησαν ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες στη χώρα.
Και εδώ πρέπει να κάνουμε κάποιες αναγκαίες διευκρινήσεις. Όταν μιλάμε για μεταπρατικό αστισμό και παρασιτικά μεσαία στρώματα, δεν εκφράζουμε κάποια ηθική απαξία απέναντί τους, αλλά επισημαίνουμε ένα κοινωνιολογικό και πολιτικό δεδομένο:
Η αστική τάξη της Ελλάδας έχει στραφεί ιστορικά προς μια μεταπρατική δραστηριότητα διότι η συνδυασμένη πίεση της καπιταλιστικής Δύσης και της οθωμανικής Ανατολής δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση μιας ηγεμονικής παραγωγικής τάξης, γι’ αυτό στράφηκε είτε στις τραπεζιτικές και διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες είτε, κυρίως, στην αντιπροσώπευση των ξένων επιχειρήσεων.
Όσο για τα μεσαία στρώματα, αυτά αποτελούν τον κορμό της ελληνικής κοινωνίας, αν σε αυτά συμπεριλάβουμε και την αγροτιά, και σε αυτά στηρίχτηκε κατ’ εξοχήν το εγχείρημα της «σοσιαλιστικής αλλαγής» του 1981. Ωστόσο, τα 37 χρόνια της μεταπολίτευσης, και ιδιαίτερα της τελευταίας τριακονταετίας, μετέβαλαν τον χαρακτήρα τους και μετακινήθηκαν στην πλειοψηφία τους από τους παραγωγικούς τομείς –αγροτική παραγωγή, βιοτεχνία, μικρεμπόριο– στο κράτος, που διπλασιάστηκε ή τριπλασιάστηκε, στην επιδοτούμενη αγροτική παραγωγή, τις διάχυτες τουριστικές δραστηριότητες, την επέκταση του τομέα της διασκέδασης, καθώς και στο εμπόριο ξένων προϊόντων που αντικατέστησαν τα ελληνικά. Τέλος, η μαζική χρήση της ξένης και, τις περισσότερες φορές, μαύρης εργασίας των μεταναστών μετέβαλε την κοινωνική θέση πολλών εργαζομένων, τόσο στον αγροτικό τομέα όσο και στον τουριστικό, στη διασκέδαση και την εστίαση. Μέσα σε τριάντα χρόνια, το κέντρο βάρος των μεσαίων στρωμάτων μετακινήθηκε προς αυτούς τους τομείς.
Αποφασιστικής σημασίας υπήρξε η διόγκωση και η κοινωνική μετάλλαξη των διανοούμενων μεσαίων στρωμάτων –δημοσιογράφων, πανεπιστημιακών, καλλιτεχνών κ.λπ.– που είχαν την ευκαιρία να μεταβάλουν κοινωνική θέση και να συνδεθούν με τα ευρωπαϊκά προγράμματα, την επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με τα υπέρογκα ποσά που τους προσέφερε η μαζικοποίηση των ΜΜΕ, και ιδιαίτερα η τηλεόραση κ.ο.κ. Έτσι, τα μάλλον λαϊκά μεσοστρώματα της δεκαετίας του 1970 ηγεμονεύονται, στη δεκαετία του 1990 και κατ’ εξοχήν του 2000, από αυτά που χαρακτηρίζουμε «παρασιτικά μεσοστρώματα» και τα οποία απετέλεσαν την κοινωνική βάση του σημιτισμού, αρχικώς, και του Γιώργου Παπανδρέου στη συνέχεια. Η Αριστερά, και κατ’ εξοχήν ο Συνασπισμός, αποτελούσε, για αρκετά χρόνια, το ιδεολογικό think tank των ευρωκεντρικών μεσοστρωμάτων. Αριστεροί, κυρίως, αναλαμβάνουν να πληροφορούν, να διδάσκουν, να διασκεδάζουν και να ψυχαγωγούν τους… Πασόκους.
Η κρίση του 2010-2012 έχει πλήξει καίρια, εκτός από τα λαϊκά, και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα στην αναπαραγωγή τους, στις μικρότερες ηλικίες, κάτω των τριάντα χρόνων, όπου η ανεργία φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη. Ιδιαίτερα στο κράτος, την εκπαίδευση, τη δημοσιογραφία, η κρίση οδηγεί σε μια γενικευμένη ριζοσπαστικοποίησή τους και μια συνεύρεση τους με τα λαϊκά στρώματα. Στις πλατείες δημιουργήθηκε ένα τεράστιο melting pot όπου, για αρκετό καιρό, «παίχτηκε» το θέμα της ηγεμονίας. Τα λαϊκά στρώματα εκφράστηκαν με σύμβολο την ελληνική σημαία και την «πάνω πλατεία» του Συντάγματος, ενώ τα μεσοστρώματα, τα συνδεδεμένα με την Αριστερά, συνήθως υψηλότερου μορφωτικού και κοινωνικού status, εκπροσωπούνταν από την «κάτω πλατεία» και την απόρριψη της ελληνικής σημαίας ως ενωτικού συμβόλου του κινήματος. Γι’ αυτό και οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι των ευρωπαϊστικών μεσοστρωμάτων ριζοσπαστικοποιούνται και, μπροστά στην κρίση του κόμματος των «μικρομεσαίων», του ΠΑΣΟΚ, δοκιμάζουν, για δεύτερη φορά μετά το 1989, να το υποκαταστήσουν και πολιτικά.
Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά ενός τρίτου πόλου
Μέσα από τις διαδικασίες των δύο χρόνων που ακολούθησαν, τα πληβειακά λαϊκά στρώματα έχασαν την ηγεμονία στο κίνημα, είτε διότι αυτοπεριθωριοποιούνταν μέσω του ΚΚΕ, που αρνιόταν να αναλάβει ενεργό ρόλο στο κίνημα, είτε διότι δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν κάποιον εναλλακτικό πολιτικό πόλο, όπως συνέβη με τη Σπίθα και το ΕΠΑΜ. Αντ’ αυτών κατέκτησαν την ηγεμονία τα πιο διανοούμενα και συγκροτημένα στρώματα της Αριστεράς, τα οποία «δανείστηκαν» τον ριζοσπαστικό λόγο των πλατειών και επέβαλαν τη δική τους ηγεσία.
Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των μεσοστρωμάτων, ιδιαίτερα στις πιο παρασιτικές κατηγορίες τους, είχε αποεθνικοποιηθεί, στη διάρκεια κυρίως των τελευταίων δεκαετιών, συνδέεται με τη φαντασιακή προσκόλλησή τους στο δυτικό υπόδειγμα –«γίναμε Δύση– ή, στην αντιεξουσιαστική εκδοχή – «οι Έλληνες είναι οι Αμερικανοί των Βαλκανίων»! Η αιφνίδια κατάρρευση αυτής της φαντασίωσης δημιούργησε κατεστραμμένα μεσοαστικά στρώματα, τα οποία οδεύουν προς μία προλεταριοποίηση, που δεν έχει συνοδευτεί ακόμα από μια νέα θέση στην παραγωγή ούτε από μια ποιοτικά νέα συνείδηση. Πολλοί εξακολουθούν να ελπίζουν και να προσδοκούν σε μια «μαγική αποκατάσταση» της οικονομικής και κοινωνικής τους θέσης, και γι’ αυτό είναι έτοιμοι να επενδύσουν σε μια αναδιανεμητική οικονομική πολιτική.
Το να επισημάνει κανείς την παρασιτοποίηση της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια δεν σημαίνει πως δεν κατανοούμε πως αυτή επιβλήθηκε από τη μεταπρατική άρχουσα τάξη. Ωστόσο, αποτελεί υποκρισία να αρνούμαστε πως, εμείς οι ίδιοι, εν πολλοίς, υιοθετήσαμε ανάλογες πρακτικές και κοινωνικές συμπεριφορές. Και, προφανώς, με αυτόν τον λαό και όχι με άλλον θα πρέπει να οικοδομήσουμε μια νέα πορεία.
Στις εκλογές της 6ης Μαΐου, αυτή η διχοτόμηση ανάμεσα στη μεσοστρωματική και την πληβειακή κατεύθυνση εκφράστηκε με μια διχοτόμηση –λίγο πολύ– των αντιμνημονιακών ψήφων. Στον ΣΥΡΙΖΑ κατευθύνθηκε ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας υψηλότερου βαθμού ειδίκευσης, κατ’ εξοχήν της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ στους Ανεξάρτητους Έλληνες στράφηκε κυρίως η λαϊκή Δεξιά, χαμηλότερου κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, και ακόμα περισσότερο προς τους δήθεν αντισυστημικούς ναζί. Τα πληβειακά λαϊκά στρώματα και τα παραδοσιακά μεσοστρώματα στράφηκαν προς αυτές τις δύο κατευθύνσεις – και εν μέρει προς το ΚΚΕ.
Καθόλου τυχαία, σε αυτή την κατηγορία, θα συναντήσουμε τις πιο ισχυρές πατριωτικές ευαισθησίες αλλά και το χαμηλότερο επίπεδο πολιτικής ανάλυσης και πολιτικοποίησης. Η διανόηση –που ρέπει εντονότερα προς τον εθνομηδενισμό– είχε στραφεί μαζικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη λάιτ εκδοχή του, τη ΔΗΜΑΡ.
Στην περίοδο που ακολούθησε –εκείνη της νέας μακράς προεκλογικής περιόδου των έξι εβδομάδων– η αδυναμία μιας πατριωτικής αντιμνημονιακής συνιστώσας να προτάξει μια πολιτική που να συνδυάζει την απόρριψη με τον συνυπολογισμό των γεωπολιτικών παραγόντων οδήγησε σε μία καταστροφική πόλωση. Από τη μια πλευρά, βρίσκεται ένα αντιμνημονιακό κόμμα με εθνομηδενιστικό πυρήνα και, από την άλλη, το κόμμα που εμφανίζεται να συνυπολογίζει τη γεωπολιτική διάσταση, έστω και αμυδρά, η Νέα Δημοκρατία, έχει υποκύψει στους «μνημονιακούς». Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση μοιάζει τόσο αδιέξοδη και αρνητικά πολωτική.
Μπροστά σε αυτή την πόλωση, είναι προφανές πως είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε να σταθούμε δίπλα στις λαϊκές αντιμνημονιακές δυνάμεις, οι οποίες δυστυχώς δεν έχουν σήμερα τη δυνατότητα να επιβάλουν τη δική τους στρατηγική. Και αυτές, αποκλειόμενης της Χρυσής Αυγής, που θα πρέπει να καταπολεμηθεί, εκφράζονται πολιτικά από τους Ανεξάρτητους Έλληνες και το… ΚΚΕ. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες διεκδικούν ανοικτά μια πατριωτική πολιτική, αλλά δεν έχουν έναν ικανό σκληρό πυρήνα για να μεταβληθούν σε ευρύτερο και μονιμότερο πόλο συσπείρωσης, και κυρίως σε μια ηγεμονική πολιτική δύναμη, ενώ το ΚΚΕ έχει έναν δογματικό και υπερβολικά σκληρό πυρήνα, σε βαθμό αποστέωσης! Γι’ αυτό και φαίνονται και τα δύο να συρρικνώνονται μέσα σε μια εξαιρετικά πολωτική πολιτική σύγκρουση.
Ωστόσο, οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις σύντομα θα ενισχύσουν το λαϊκό πληβειακό στρατόπεδο, και μάλιστα με πολλές δυνάμεις που σήμερα επιλέγουν είτε τον ΣΥΡΙΖΑ είτε τη Νέα Δημοκρατία, διότι η κρίση δεν έχει δυνατότητα αντιστροφής, διότι το παρασιτικό μοντέλο έχει εισέλθει σε φάση οριστικής αποσύνθεσης. Και εμείς θα είμαστε εκεί, δίπλα στις λαϊκές δυνάμεις, επιθυμώντας να προσφέρουμε μια προγραμματική διέξοδο στη μεγάλη κρίση που περνάει η χώρα και η οποία δεν περιορίζεται, όπως τόσες φορές έχουμε επαναλάβει, στο μνημόνιο-αντιμνημόνιο, αλλά και δεν μπορεί να παραβλέπει αυτή τη σημαντική αντίθεση, την οποία θα πρέπει να ενσωματώσει στη δυναμική της.