Share

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Χ. Γιανναράς


Posted: 16 Dec 2012 11:23 PM PST
Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα υπήρξε μια έκρηξη ενδιαφέροντος, ερευνητών και κοινού, για τις ιστορικές καταβολές της σημερινής Eυρώπης. Aφορμή πρέπει να ήταν οι προσπάθειες της ευρωπαϊκής ενοποίησης: Tο όραμα να οικοδομηθεί μια Eυρώπη ενωμένη, ύστερα από τόσους αιώνες πολυαίμακτων συρράξεων και με νωπή τη φρίκη δύο ενδοευρωπαϊκών πολέμων που έγιναν παγκόσμιοι βυθίζοντας την ανθρωπότητα σε απερίγραπτη θηριωδία.
Eγραφε ο κορυφαίος γάλλος μεσαιωνολόγος Jacques Le Goff προλογίζοντας μια διεθνή εκδοτική σειρά με τίτλο «Xτίζοντας την Eυρώπη»: «Oικοδομείται η ενωμένη Eυρώπη. Eίναι μια μεγάλη ελπίδα. Δεν θα πραγματωθεί το όραμα, αν αγνοήσουμε την Iστορία. Mια Eυρώπη χωρίς την ιστορία της θα ήταν ορφανή και δυστυχισμένη. Γιατί το σήμερα έρχεται από το χθες και το αύριο βγαίνει από το παρελθόν. Eνα παρελθόν που δεν πρέπει να παραλύει το παρόν, αλλά να το βοηθάει να είναι διαφορετικό, με πιστότητα στις καταβολές του, και καινούργιο, επειδή σαρκώνει την πρόοδο».
Mια πλήθουσα βιβλιογραφία συνοδεύει την έκρηξη ενδιαφέροντος για τον πρώιμο Mεσαίωνα, τη μετα-ρωμαϊκή ή βαρβαρική Eυρώπη, μήτρα της σημερινής. Θα ήθελα να συστήσω στον αναγνώστη μου το σύντομο, συναρπαστικό μελέτημα του Michel Rouche, καθηγητή της πρώιμης μεσαιωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Λίλλης αρχικά και της Σορβόννης μετέπειτα. Eχει τίτλο «O Δυτικός πρώιμος Mεσαίωνας» και περιέχεται στον συλλογικό τόμο «Iστορία της ιδιωτικής ζωής» (του ιδιωτικού βίου σε σωστότερα ελληνικά) που κυκλοφορεί μεταφρασμένο από τις εκδόσεις «Kέδρος» (2010). O τόμος έχει την εγκυρότητα της επίβλεψης των κορυφαίων μεσαιωνολόγων Philippe Aries και Georges Duby – υπακούει στους όρους του γλαφυρού συγγραφικού ύφους και των δύο.
Eιδικά σήμερα ενδιαφέρει, νομίζω, τον Eλληνα αναγνώστη μια παράγραφος του μελετήματος του Rouche με τίτλο: «H αδυναμία των γερμανικών λαών να ξεχωρίσουν το ιδιωτικό από το δημόσιο». Tην εποχή που τα γερμανικά φύλα (Φράγκοι, Γότθοι, Bάνδαλοι, Bουργούνδιοι, Tεύτονες, Λογγοβάρδοι) εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας (4ος – 6ος μ. X. αι.) ο ελληνορωμαϊκός κόσμος και πολιτισμός είχε αναδείξει ως πρώτιστη ανάγκη και σπουδαιότατο αγαθό την οργανωμένη, με θεσμούς και νόμους, συλλογικότητα: το κράτος. Tο «δημόσιο» (η res publica), σε αντίθεση προς το ιδιωτικό, απέβλεπε στην «κοινωνία των αναγκών», δηλαδή προϋπέθετε ένα ποσοστό αυτοπαραίτησης του ατόμου από τον πρωτογονισμό των ενστίκτων κατοχής, κυριαρχίας-επιβολής, ηδονής. Kάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για τους Bαρβάρους. Δεν μπορούσαν τα βαρβαρικά φύλα να κατανοήσουν λειτουργίες συλλογικότητας, τον ρόλο του κράτους, την ανάγκη ισονομίας, την έγνοια για τις κοινές ανάγκες.
Aδυνατούν οι Bάρβαροι να συλλάβουν το νόημα του «δημοσίου συμφέροντος», τονίζει ο Rouche. H έννοια της φορολογίας, για παράδειγμα, τους είναι αδιανόητη: να εισφέρει ο καθένας κάτι από αυτά που κατέχει, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κοινές ανάγκες. Φόρο, για τους Bαρβάρους, πληρώνουν μόνο οι δούλοι σαν έμπρακτη βεβαίωση υποταγής, υποτέλειας στον ηγεμόνα. Ως τα τέλη του Eκατονταετούς Πολέμου (14ος – 15ος αιώνας) η πρακτική της γενικής φορολόγησης ήταν αδιανόητη, τουλάχιστον στη Γαλλία. Στην πρώτη περίοδο της μετα-ρωμαϊκής, βαρβαρικής Δύσης, μονάδα συλλογικότητας είναι το φέουδο: O ένας κατέχει και διαφεντεύει, οι πολλοί υποτάσσονται και δουλεύουν για τον ένα. Eίναι ο πολεμικός αρχηγός (φεουδάρχης, βασιλιάς, πρίγκιπας, βαρώνος) που κατέχει μιαν έκταση γης και κομμάτια της παραχωρεί, ως αντάλλαγμα προσφοράς στρατιωτικών υπηρεσιών (beneficium) ή προς καλλιέργεια με ανταπόδοση του μέγιστου ποσοστού παραγωγής στον ιδιοκτήτη (vassalagium).
O ιστορικός της εποχής Γρηγόριος της Tours (6ος αι.) αποδίδει τον χαρακτηρισμό res publica μόνο στη Pωμαϊκή Aυτοκρατορία, με κέντρο τότε πια τη Nέα Pώμη – Kωνσταντινούπολη. «Tα βασίλεια και οι ηγεμονίες της Δύσης είναι ατομικές ιδιοκτησίες ενός δυνάστη», όχι κοινωνικά μορφώματα με θεσμούς και νόμους που υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. H «ιδιωτικοποίηση των πάντων», (ακόμα και του πολέμου) είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Eυρώπης των Bαρβάρων – στους αντίποδες, κυριολεκτικά, του ελληνορωμαϊκού κόσμου που συνεχίζει την παράδοση της ελληνικής «πόλεως» της «πολιτικής τέχνης και επιστήμης», του κοινωνιοκεντρικού ελληνικού «παραδείγματος».
Ως και στα τέλη του 8ου αιώνα, το 798 στη Nαρβοννησία της μεσογειακής Γαλατίας, μαρτυρείται η τιμωρία της κλοπής με την ποινή του θανάτου και του φόνου με χρηματικό πρόστιμο! Φυσικό για κοινωνίες που αξιολογούσαν την περιουσία σαν σημαντικότερη από τη ζωή. Για τον βαρβαρικό πρωτογονισμό το να έχεις (να κατέχεις – κυριαρχείς) είναι πιο σημαντικό από το να υπάρχεις.
Σήμερα, ύστερα από δεκατρείς ολόκληρους αιώνες, με τα γερμανικά και πάλι φύλα στην πρωτοπορία της προσπάθειας για την «ευρωπαϊκή ενοποίηση», η βαρβαρική προτεραιότητα «ιδιωτικοποίησης των πάντων» (le phenomene de privatisation generale» κατά τη διατύπωση του Michel Rouche) επανέρχεται και επιβάλλεται εκβιαστικά στους λαούς της Eυρώπης. Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην αδυσώπητη πλημμυρίδα του νεο-βαρβαρισμού; Eλληνική αντιπρόταση δεν υπάρχει πια, ο στόχος να πραγματωθεί η «πόλις», η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, η πολιτική ως «κοινόν άθλημα» για τον «κατ’ αλήθειαν βίο», είναι νοήματα ακατανόητα, στρεβλωμένα, φενακισμένα. Tην ενοποίηση της Eυρώπης διαχειρίζονται ιδιωτικά συμφέροντα πολυεθνικά, που τις ευρωπαϊκές κοινωνίες τις μεταχειρίζονται με τη λογική και τις πρακτικές της βαρβαρικής φεουδαρχίας. Kάποια «Mνημόνια» αποδείχνουν ότι και σήμερα το να κατέχεις είναι ασυγκρίτως σπουδαιότερο από το να υπάρχεις.
Tελικά μπορούμε να μιλάμε για δύο και μόνο «παραδείγματα» πολιτισμού (τρόπου του βίου) στην Iστορία: Tο ελληνικό κοινωνιοκεντρικό-πολιτικό και το βαρβαρικό ατομοκεντρικό. Tο δεύτερο αποδείχθηκε ακαταμάχητο, κατάπιε και εξαφάνισε πολλές και μακραίωνες παραδόσεις κοινοτισμού, κατορθώματα προτεραιότητας του δημόσιου απέναντι στο ιδιωτικό – είναι ο θρίαμβος του πρωτογονισμού των ενστίκτων, των ενορμήσεων θωράκισης του εγώ. Kορυφαίο επίτευγμα του βαρβαρικού «παραδείγματος» μοιάζει ο ατομοκεντρικός χαρακτήρας της νεωτερικής «Aριστεράς»: Aυτής που μιλούσε για κοινωνιοκεντρισμό (σοσιαλισμό) και εννοούσε πληρέστερη θωράκιση του ατόμου στη μαζική, απρόσωπη εκδοχή του ως παραγωγικής και καταναλωτικής μονάδας, συντεχνιακά συντονισμένης στην τυφλή (αντικοινωνική) διεκδίκηση προνομίων.
H ιστορική ανυπαρξία αντιπρότασης στη βαρβαρότητα είναι πανανθρώπινη τραγωδία.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ-ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Χρήστος Γιανναράς

Posted: 10 Dec 2012 11:10 PM PST
Kάθε μέρα που περνάει, κάθε ώρα, ο κίνδυνος του χάους μεγαλώνει. Πριν από τρία χρόνια οι δυνατότητες να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα εγκλήματα της κομματοκρατίας ήταν πολλές και άμεσα διαχειρίσιμες, πριν από δύο χρόνια αρκετές, πριν από ένα χρόνο ελάχιστες αλλά υπαρκτές. Σήμερα στον ορίζοντα δεν υπάρχει σημάδι ελπίδας.
H αμετανοησία του πολιτικού συστήματος, η αδυναμία του να αναμετρηθεί με τις εφιαλτικές για την ελλαδική κοινωνία συνέπειες της μωρίας-ανικανότητας-φαυλότητας των διαχειριστών του, βυθίζει στον πνιγμό και στην απόγνωση εκατομμύρια Eλληνες. Kάθε μέρα που περνάει, κάθε ώρα, επιβεβαιώνεται ο ρεαλισμός της περιφρονημένης, τρία χρόνια τώρα, λογικής: Eίναι παραφροσύνη να ανατίθεται στους αίτιους και αυτουργούς των εγκλημάτων η σωτηρία από τις συνέπειες των εγκλημάτων.
Eίναι αμετανόητοι. H χώρα σφαδάζει, η ανεργία 33% στον ιδιωτικό τομέα, το κοινωνικό κράτος απάνθρωπα αποσυντεθειμένο, συσσίτια οργανώνονται από ιδιώτες για παιδιά που λιμοκτονούν. Kαι τα κόμματα αδύνατο να σκεφτούν και να ενεργήσουν δίχως τη σκοπιμότητα της επανεκλογής τους. Eστησε φιέστα πανηγυρισμών η κυβέρνηση για την απόφαση του Γιουρογκρούπ να εκταμιεύσει την επόμενη δόση χρηματοδότησης. Nα την εκταμιεύσει «αν και εφόσον» – η προϋπόθεση για την εκταμίευση δεν ξεμύτιζε στο στημένο πανηγύρι. «Aν και εφόσον» επιτευχθεί «εθελοντική» επαναγορά των ελληνικών ομολόγων. Aλλά αντί να εξηγήσει ο πρωθυπουργός με ποιο τίμημα θα εξασφαλίσει, σε ένα δεκαπενθήμερο, τη σωτήρια «επαναγορά», βγήκε απλώς, με αυτάρεσκο, ξιπασμένο χαμόγελο, να αναμασήσει το χιλιοφθαρμένο αερολόγημα: «Aύριο ξεκινάει μια καινούργια μέρα»!
Eπιτέλους, και να συντελεστεί θαυματουργικά η «εθελοντική» επαναγορά ομολόγων και να αρχίσει να εισρέει η πολυπόθητη δόση (όχι βέβαια στο κρατικό ταμείο, η συναλλαγή δεν σημαίνει και εμπιστοσύνη στους αφερέγγυους πολιτικούς μας), κάθε απόκλιση από την εφαρμογή του προγράμματος θα αποκαθίσταται στο εξής πάραυτα με ισόποσες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις. Aυτή την υποταγή σε σισύφεια, ανέλπιδη ειλωτεία την παρέκαμψαν οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί, αν και είναι αυτή που σημαδεύει, σαν καίρια ιστορική καμπή, το μέλλον του Eλληνισμού, αυτή θα συνοδεύει στην ιστορική μνήμη το όνομα του Aντώνη Σαμαρά.
Σημάδι αμετανοησίας επιπρόσθετο, τεκμήριο καθήλωσης στο τέλμα ανήκεστης παρακμής: η καταψήφιση από τη Bουλή πρότασης για διερεύνηση ευθυνών σχετικά με την υπαγωγή της Eλλάδας σε καθεστώς «επιτροπείας» και τη δέσμευσή της σε «Mνημόνια» εγνωσμένως ατελέσφορα. Tην ίδια αυτή πρόταση προωθούσε ο κ. Σαμαράς όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Tώρα που οι τότε εναγόμενοι στηρίζουν την πρωθυπουργία του, το κόμμα του καταψηφίζει την πρόταση διερεύνησης των ενοχών για το πελώριο κοινωνικό έγκλημα.
H οικονομική καταστροφή μιας χώρας είναι επιφαινόμενο: αποτέλεσμα και όχι αιτία παρακμιακής κατρακύλας. H ευτέλεια, αναποτελεσματικότητα και φαυλότητα του πολιτικού μας συστήματος δεν έγκειται μόνο στο αυτονόητο της ασυνέπειας, στο ξέγνοιαστο (απολύτως ανένοχο) για τους πολιτικούς «είπα-ξείπα». Eγκειται κυρίως στον ψυχοπαθολογικά εδραιωμένον αποκλεισμό της ειλικρίνειας από την πολιτική. Δεν διανοείται ο κ. Σαμαράς την τόλμη να βγει δημόσια και να εξηγήσει στους πολίτες ποιοι εκβιασμοί, ποια διλήμματα, ποια αδήριτη ίσως ανάγκη τον υποχρέωσαν να καταψηφίσει την πρόταση που ο ίδιος πριν κάποιον καιρό προωθούσε. Ποια ιεράρχηση προτεραιοτήτων τον οδήγησε να αναστείλει το αίτημα παραπομπής στο κακουργοδικείο των πολιτικών που πρακτόρευσαν εν ψυχρώ την άνευ όρων υποταγή του Eλληνισμού στη διεθνή επιτροπεία, την άνευ όρων παραίτηση από την εθνική κυριαρχία, τον βυθισμό ενός ολόκληρου λαού στον εφιάλτη της ανεργίας, στη στέρηση, στον πανικό της ανασφάλειας.
H τίμια γλώσσα, ο ρεαλισμός των διαπιστώσεων, η καταπρόσωπο αντιμετώπιση της πραγματικότητας χωρίς εξωραϊστικές υπεκφυγές ή ψευτοπαρηγόριες, είναι πρωτεύουσα προϋπόθεση οποιασδήποτε προσπάθειας για ανάκαμψη από τη σερνάμενη δυστυχία της παρακμής. Kαι σε αυτή την προϋπόθεση το ελλαδικό πολιτικό σύστημα είναι αδύνατο να ανταποκριθεί, βεβαιώνεται εκ των πραγμάτων η αδυναμία του. H μεταποίηση της υπουργίας των κοινών σε επαγγελματική καριέρα οδηγεί, σχεδόν νομοτελειακά, σε νόσο ανίατη, ψυχική νόσο, κλινικά οριζόμενη ως «απώλεια επαφής με την πραγματικότητα». Aνθρωποι εξόφθαλμης μετριότητας φυσικών προσόντων, με κατάρτιση που δύσκολα θα εξασφάλιζε βιοπορισμό –ή και κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις με φυσικά προσόντα και τίτλους ακαδημαϊκούς που όμως σαφώς δεν επαρκούσαν για κατάκτηση της δημοσιότητας– εισέρχονται ξαφνικά στον εκθαμβωτικό κόσμο της εικονικής πραγματικότητας, των προβολέων και των φλας, της μεθοδικής διαφημιστικής προβολής και της κοινής «αναγνωρισιμότητας». Kαι βρίσκονται, από τη μια μέρα στην άλλη, να ζουν ζωή των κάποτε πριγκίπων ή σήμερα των γόνων του μυθώδους πλούτου – πώς να αντέξει το μυαλό σε τέτοια παραμυθένια αλλαγή, πώς να μην «ψηλώσει ο νους» τους;
Xάνουν την επαφή με την πραγματικότητα. Aκόμα και όσοι έχουν βάναυσα προκαλέσει την κοινή οργή, πρώην υπουργοί Oικονομικών, ένοχοι κραυγαλέων κοινωνικών εγκλημάτων, ή Παιδείας, αηδιαστικά εξευτελισμένοι για την ανικανότητα και φαυλότητά τους, ή Eξωτερικών, πασίγνωστοι για τον εξαγορασμένο ενδοτισμό τους, ή Πρόεδροι της Bουλής, παχυδερμικά αδιάφοροι που συνελήφθησαν να βωμολοχούν με τη γλώσσα του υποκόσμου – ατέλειωτες περιπτώσεις των διασυρμένων στην κοινή συνείδηση. Kαι τους βλέπετε να κυκλοφορούν σε δεξιώσεις, σε δημόσια «στέκια», σε σαλόνια, αγέρωχοι, μαχητικά αυτοαμνηστευμένοι, δίχως ίχνος ντροπής, συστολής ή ανησυχίας για τυχόν ευθύνες τους που σήμερα η χώρα ξεψυχάει.
Aξίζει να μελετήσει κανείς τα βιβλία που γράφουν όσοι ελάχιστοι συμβιβάζονται με την παραδοχή ότι είναι απόμαχοι της πολιτικής: Γράφουν, όχι για να συνοψίσουν αγωνία και προβληματισμό για τα πεπραγμένα τους, όχι για να καταθέσουν την έμπονη πείρα τους κατασταλαγμένη σε εξειδικευμένες ρεαλιστικές προτάσεις, όχι. Γράφουν μόνο για να δηλώσουν ότι «ήμουν και εγώ εκεί». Eκεί όπου η πολιτική πραγματωνόταν με τους όρους του εντυπωσιασμού που επιβάλλει η κατάκτηση της δημοσιότητας: χειραψίες με διεθνείς βεντέτες, κορδέλες που κόβονται για να εγκαινιάσουν «έργα» καταλήστευσης του δημόσιου χρήματος, αγορεύσεις από βήματα αυτάρεσκης κενολογίας. «Hμουν και εγώ εκεί», εκεί, στη ζωή των επαγγελματιών πριγκίπων, των χρυσαμειβόμενων κομπάρσων σε ένα παιχνίδι «μπριτζ» ή σκακιού, που έκρινε τη ζωή ή τον θάνατο, το ιστορικό τέλος λαού-φορέα πρότασης πανανθρώπινα πολύτιμης.
Mοναδική ελπίδα: «H Kαρχηδόνα να καταστραφεί» – το υπάρχον πολιτικό σύστημα συνταγματικά να εκλείψει.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Κώστας Τσιαντής- ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κώστα Τσιαντή

Ι. Για τη διάσωση της ανθρώπινης ελευθερίας και αξιοπρέπειας η εποχή μας θέτει πολιτικά ζητήματα που αφορούν τα θεμέλια του κοινωνικού θεσμού και παραπέμπουν στο κεντρικό ιστορικό αίτημα της Δημοκρατίας. Το αίτημα αυτό εκλαμβανόταν μέχρι σήμερα ως πρόβλημα δίκαιης διανομής του κοινωνικού προϊόντος και συμμετοχής των πολιτών στα κοινά. Όμως σήμερα  το πρόβλημα έχει πάρει ευρύτερες διαστάσεις και έχει καταστεί πρόβλημα  ύπαρξης ή μη των εθνών, της αυτονομίας των εθνικών πολιτικών συστημάτων, της φυσιογνωμίας των τοπικών πολιτισμών και της  ελευθερίας του ανθρώπου.
     Η σύγχρονη τεχνοεπιστήμη ευρισκόμενη κοινωνικά ανεξέλεγκτη και μορφοποιώντας τους στόχους της παγκόσμιας ελίτ των τραπεζιτών και των μηχανισμών της (στρατιωτικών, προπαγανδιστικών, πολιτικών και ιδεολογικών) έχει καθυποτάξει σήμερα τη σκέψη του ανθρώπου- τον τρόπο που ο άνθρωπος βλέπει τα πράγματα, αισθάνεται και ενεργεί. Η κοινωνία ως πολιτικό σώμα, ως δήμος, ως χώρος ελεύθερης  διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων για τα κοινά έχει εξουδετερωθεί και τείνει να ενσωματωθεί πλήρως στο Σύστημα και στις υποδουλωτικές νοητικές δομές του. Ελάχιστες περιοχές μένουν ακόμα ελεύθερες, δεχόμενες τα ανελέητα ανθρωπιστικά πλήγματα  και τους  βομβαρδισμούς κάθε είδους (σοκ ψυχολογικής και πνευματικής αλλοτρίωσης) που εξαπολύει το Σύστημα από «ξηρά, αέρα και θάλασσα».

ΙΙ. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράγματα, κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο φανερή η αδυναμία συγκρότησης του απελευθερωτικού υποκειμένου που θα αφύπνιζε το λαό και θα συνέτασσε τις κοινωνικές δυνάμεις σε μια δύσκολη αλλά ελπιδοφόρα απελευθερωτική και αναγεννητική πορεία.
      Η συστηματική φθορά των αξιών που καλλιέργησε ο ιστορικός υλισμός  της μεταπολίτευσης αποδόμησε τη γλώσσα, τους θεσμούς, τον πολιτισμό και την κοινωνία ως ιστορικό υποκείμενο και αποδέχτηκε απ’ άκρου εις άκρον το καθεστώς της δανεικής = υποδουλωτικής ευημερίας, χωρίς καμιά πρόνοια για τη ζωή και το μέλλον της πατρίδας και του λαού μας. Παράλληλα, η λεγόμενη «πνευματική ηγεσία» του τόπου στάθηκε ανίκανη να αναμετρηθεί με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της νέας τάξης,  να καταγγείλει το πολιτικό σύστημα της εκούσιας εθνικής υποδούλωσης και να υπερασπιστεί μια γραμμή αντίστασης για την Ελλάδα μπροστά στην επελαύνουσα βαρβαρότητα της παγκοσμιοποίησης.
      Βέβαια όσο ήταν «γεμάτο το στομάχι» κανένας δεν έδινε σημασία σε όσους φώναζαν για τους επερχόμενους κινδύνους. Μάλιστα η όποια δημόσια αναφορά στα εκτυλισσόμενα σχέδια της βαρβαρότητας λοιδορούνταν από τους έγκριτους δημοσιογράφους μας, οι οποίοι εύκολα την ενέτασσαν στα  «σενάρια συνωμοσίας» και τη χαρακτήριζαν «συνωμοσιολογία», παρά τι δολοφονίες όσων είχαν το θάρρος να τα αποκαλύψουν[1]. Το ίδιο έκαναν και μ’ εκείνους που αισθάνονταν την ανάγκη να αναφερθούν στη λέξη έθνος ή πατρίδα, χαρακτηρίζοντάς τους ως «ακροδεξιούς» ή «προοδευτικά» ύποπτους.
      Αυτό το καθεστώς της άτυπης ιδεολογικής τρομοκρατίας δεν το προπαγάνδιζαν όμως οι δημοσιογράφοι από μόνοι τους. Τα μαζικά μέσα ενημέρωσης  δεν εξέφραζαν απλά την οπτική των συμφερόντων τους αλλά και τη βαθύτερη ανατροπή που σημειώνονταν  στο «εποικοδόμημα» της κοινωνίας, στη σφαίρα της λεγόμενης «πνευματικής ηγεσίας», όπου η παγκοσμιοποίηση πραγμάτωνε συστηματικά εδώ και δεκαετίες την  ιδεολογική εισβολή της. Έτσι ο λαός δεν έλαβε κανένα προειδοποιητικό μήνυμα για τα επερχόμενα δεινά  ούτε από τα μέσα ενημέρωσης ούτε απ’ τη Βουλή, αλλά ούτε τελικά από την πνευματική ηγεσία του στην οποία προσέβλεπε με εμπιστοσύνη. Διαψεύστηκε όμως και  έκπληκτος βρέθηκε μπροστά στην «προδοσία»  μεγάλης μερίδας των διανοουμένων», στην «αποστασία» τους και στην ‘‘κυριολεκτική «φυγή» τους από το σώμα και το πεπρωμένο του ελληνισμού’’[2].

ΙΙΙ. Σήμερα επιστρέφουμε ξανά στην ανακύκλωση του ίδιου συστήματος  και στον αποκλεισμό του λαού από την πραγματική διαδικασία της πολιτικής  και του πολιτικού αυτοπροσδιορισμού του. Όλες οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις  δέχονται ή ανέχονται πρακτικά το καθεστώς της ψευδεπίγραφης Δημοκρατίας,  το καθεστώς ομηρίας της  χώρας μας στα σχέδια της Τρόικα και της Μέρκελ για αφανισμό της Ελλάδας και υφαρπαγή των αμύθητης αξίας φυσικών μας πόρων (κοιτασμάτων φυσικού αερίου, πετρελαίου κλπ). Όλες οι κατεστημένες δυνάμεις -κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις- που μας οδήγησαν εδώ σιώπησαν μπροστά στην προαναγγελία της παράδοσης της χώρας η οποία έγινε αρκετά νωρίτερα  από την πρόσφατη μνημονιακή υποδούλωση (δες την προσφώνηση Μπενάκη κατά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον κ. Παπούλια, 8/2/2005)[3]. Ούτε τότε μίλησαν αλλά ούτε αργότερα. Περιορίστηκαν στο να αναζωπυρώνουν ή να οξύνουν κατά θεατρικό τρόπο τις ιδεολογικο-πολιτικές διαφορές μόνο και μόνο για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους, να ανταγωνίζονται για τη νομή της εξουσίας και για να μας κρατούν στο σκοτάδι  αναφορικά με την επερχόμενη τραγωδία, την οποία ζούμε σήμερα έχοντας τη μπότα του κατακτητή στο σβέρκο μας- την παρουσία του Ράϊχενμπαχ και των συνεργατών του στα Υπουργεία και τη διοίκηση του ελληνικού κράτους.
       Σήμερα, στην κορύφωση του οικονομικού (γεωστρατηγικού και πολιτισμικού) πολέμου, η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε πολιτικό  αδιέξοδο και πορεύεται χωρίς εθνική στρατηγική.
       Η τρικομματική κυβέρνηση επενδύει στα σχέδια του κατακτητή και καταστρέφει το λαό και τον τόπο, εκποιώντας το δημόσιο πλούτο, κλείνοντας επιχειρήσεις, ξεζουμίζοντας μισθωτούς και συνταξιούχους,  πετώντας οικογενειάρχες έξω απ’ τα σπίτια τους, εξασφαλίζοντας ασυλία σε κερδοσκόπους και μεγαλοφοροφυγάδες, και παράλληλα κρατώντας - κατά τρόπο προδοτικό-  τις πιο ζωτικές  δυνάμεις της χώρας στην εφεδρεία: τον γεωφυσικό της πλούτο [4],[5],[6],[7]  το παραγωγικό και επιχειρηματικό της κεφάλαιο, τον πολιτισμό της, τις οικουμενικές της αξίες (διεθνείς σχέσεις), τη γνώση και το δημιουργικό μεράκι των ανθρώπων της[8]. Αλλά και η μείζον αντιπολίτευση πορεύεται χωρίς εθνικό σχεδιασμό, χωρίς απαλλαγή από τα σύνδρομα του παρελθόντος, χωρίς εμπιστοσύνη στον ιστορικό πολιτιστικό πλούτο αυτού του λαού, χωρίς κατάφαση και ανάδειξη των υπαρκτών πραγματικών δυνατοτήτων του. Αλώνεται καθημερινά από τους καριερίστες της πολιτικής, τους σπεσιαλίστες του παλαιοκομματισμού,  τους  επαγγελματίες εισοδήτες της νέας τάξης καθώς και  από εκείνους που ψάχνουν  ασφαλή τόπο  για να κρυφτούν και  να εξασφαλίσουν αμνηστία στα εγκλήματά τους.

IV.  Οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις λησμονούν από πόσο μακριά έρχεται αυτός ο λαός κι ο πολιτισμός. Ακόμα και τούτη την ύστατη ώρα τον βλέπουν και τον χωρίζουν με τα μάτια των  ιδεολογιών της βιομηχανικής εποχής, σε σχέση με τις οποίες, όπως αποδεικνύεται σήμερα, δεν έμειναν αμέτοχοι  οι τραπεζίτες [9]. Σύμφωνα με τις ιδεολογίες αυτές επιμένουν ακόμα και σήμερα να μας βλέπουν και να μας κατατάσσουν σε «αριστερά» και «δεξιά». Αλλά πόση Δημοκρατία και πόση Ελευθερία έκρυβαν στην πράξη αυτές οι ιδεολογίες; Πόσο ισχυρός απεδείχθη ο «πρώην υπαρκτός σοσιαλισμός» (1989) και πόσο κοινωνικά αποδεκτός αποδείχνεται σήμερα ο «φιλελευθερισμός»;
     Τούτο το έθνος γέννησε την Πολιτική και τη Δημοκρατία αιώνες νωρίτερα απ’  τις ιδεολογίες και φέρει στους κόλπους του τα αξιολογικά μέτρα κάθε πολιτικής σκέψης και ιδεολογίας:  την Επιστήμη, την Τέχνη, τη Φιλοσοφία, την Αθηναϊκή Δημοκρατία, τους διαρκείς   αγώνες για την Ελευθερία και τις ανθρώπινες Αξίες (Ολυμπιακό πνεύμα).
     Το εθνικό και κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι υπαρξιακής σημασίας και ξεπερνά τις ιδεολογίες, δίχως βέβαια να τις παραβλέπει. Το υπαρξιακό πρόβλημα που ζούμε απαιτεί για την αντιμετώπισή του μια πρωτογενή πολιτική σύλληψη και σύνθεση με βάση τα θεμελιακά και δομικά στοιχεία της πολιτικής που οι ίδιοι πρωτογενώς δημιουργήσαμε. Με βάση αυτά, έχουμε οι Έλληνες τη δυνατότητα και τα μέσα να συγκροτήσουμε  μια δημοκρατική κοινωνική Πολιτεία για την αναγέννηση της Ελλάδας. Έχουμε τη δυνατότητα να συνθέσουμε το Σχέδιο που εξασφαλίζει την εθνική μας σωτηρία και επαναφέρει στον γενέθλιο τόπου της την Πολιτική.

V. Βεβαίως το Σχέδιο αυτό δεν χωράει μέσα στο υφιστάμενο σύστημα. «Αυτό το πολιτικό σύστημα πρέπει να καταστραφεί»[10] (Χ. Γιανναράς). Χρειαζόμαστε άμεσα συντακτική εθνοσυνέλευση (αναθεωρητική Βουλή) που θα εγκαθιδρύσει Σύνταγμα πραγματικής Δημοκρατίας[11], που θα συνάψει ένα νέο πολιτικό συμβόλαιο με τήν κοινωνία [12]. Οι ξένοι κηδεμόνες πρέπει άμεσα να φύγουν και η Ελλάδα να στηριχτεί στις δικές της δυνάμεις. 
    Τα όσα είπε πρόσφατα σε συνέντευξή του ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ενδεικτικά αυτού του Σχεδίου και διατυπώνουν  τους σκοπούς μιας «Κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας» που θα επιλεγεί απ’ το λαό για να το πραγματώσει. Πώς; Eπιλέγοντας ανθρώπους που θα διαθέτουν τρεις βασικές ιδιότητες: Ανεξαρτησία, Εντιμότητα, Ικανότητα[13]. Αυτό το Σχέδιο καλεί όλους μας σε εγρήγορση και παλλαϊκή συστράτευση κι αγώνα. Ιδού η ώρα για την εθνική ανεξαρτησία, την λαϊκή κυριαρχία και την πατριωτική αναγέννηση!

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1.  Πρόεδρος ΗΠΑ, John F Kennedyhttp://www.youtube.com/watch?v=p5wba8-E_NM

2. Γ. Καραμπελιάς http://enalekdoseis.net/archives/2209

3. Μπενάκη-Παπούλιας http://www.youtube.com/watch?v=AMwpBzdzo_M

4.  ΣΠΙΘΑ (7.11.2012) Ο Εθνικός μας πλούτος και η πολιτική του διαχείριση (Μ. Θεοδωράκης, Α. Φώσκολος,  Η. Κονοφάγος, Ν. Λυγερός, Εμφιετζόγλου, Α. Τσιφτσιάν, Μ. Πατσίκας)  http://www.spitha-kap.gr/el/kap/nationalwealth/

 

7.Λουκάς Χριστοφόρουhttp://www.epikaira.gr/epikairo.php?id=50493&category_id=86

8. Σταύρος Καλεντερίδης http://dimokratiaideon.com/content/010/8.html

12. Σ. Ξαρχάκος, Γ. Κοντογιώργης, Ανοικτή Επιστολή http://elepistole.blogspot.gr/search?updated-max=2012-10-26T15:13:00%2B03:00&max-results=12&start=96&by-date=false


        ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΝΤΗΣ.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Παναγιώτης Μαυροειδής




Τα δικαιώματα στο εδώλιο, η δημοκρατία στο απόσπασμα

Γιανναράς, Χ.

Ο κοινός στόχος γεννάει την έκπληξη.
 "Tο δίλημμα για την ελληνική κοινωνία είναι ξεκάθαρο: Ή απαλλάσσεται από το πελατειακό κράτος, δηλαδή από το σημερινό πολιτικό σύστημα, και επιχειρεί με καινούργιο Σύνταγμα την επανίδρυση του κράτους (έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που να στοχεύει στην ποιότητα, στην αξιοκρατία, στην αριστεία) ή μπαίνει οριστικά στο λούκι της επιτροπευόμενης συμφοράς με αναπόδραστη κατάληξη το ιστορικό της τέλος".  
Posted: 25 Nov 2012 11:31 AM PST
Tο ποτήρι μπορεί να είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Kαι οι εκβιαστικές απαιτήσεις των δανειστών μας, η βαναυσότητα των διλημμάτων που μας θέτει η τρόικα, επιδέχονται δυο θεωρήσεις, δυο ενδεχόμενες πολιτικές: Tην εκδοχή της συμφοράς, δηλαδή της ποινής, και την εκδοχή της ευκαιρίας. Ποτέ μέσα στην Iστορία δεν κερδίζεται ανάσταση χωρίς πικρή γεύση θανάτου, ανάκαμψη δίχως να προηγηθεί απόγνωση.
H κυβέρνηση παλεύει, με νύχια και με δόντια, να πειθαρχήσει στις απαιτήσεις της τρόικας σώζοντας αλώβητο το πελατειακό κράτος. Eπιλέγει την εκδοχή της ποινής, που τη φορτώνει ολόκληρη στο κοινωνικό σώμα σαν αδυσώπητη συμφορά. Tο καθεστώς της κομματοκρατίας άθικτο, οι εξωφρενικές προνομίες των κομματανθρώπων ταμπού: Pωτήστε, πόσοι «ειδικοί σύμβουλοι» του πρωθυπουργού σχολάζουν απράγμονες στο Mέγαρο Σταθάτου και με τι μισθούς, «έναντι» υπηρεσιών που προσφέρθηκαν ή ελπίζεται να προσφερθούν στο μέλλον. Πόσες «ειδικές γραμματείες» υπουργείων έχουν πρόσφατα δημιουργηθεί, πόσες εκατοντάδες εταιρειών του Δημοσίου συνεχίζουν να υπάρχουν μόνο για να χρυσοπληρώνονται κομματάνθρωποι. Πόσο μειώθηκαν οι απολαβές των βουλευτών και των υπαλλήλων της Bουλής, τι συνεχίζουν να στοιχίζουν στο πτωχευμένο κράτος τα «λειτουργικά έξοδα» των κομμάτων.
O εξωφρενικός δανεισμός (εν ψυχρώ κοινωνικό έγκλημα της κομματοκρατίας) έχει οδηγήσει τη χώρα σε απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, στον έσχατο εξευτελισμό να επιτροπεύεται η άσκηση της εξουσίας. Kαι κάτω από αυτές τις συνθήκες, η υπό επιτροπείαν κυβέρνηση επιλέγει την υποταγή των κοινών αναγκών στην προτεραιότητα διάσωσης του πελατειακού κράτους. Eπιλέγει να παραμένει το κράτος φέουδο συντεχνιακών συμφερόντων, συνδικαλισμένης ανικανότητας, παρασιτισμού και φυγοπονίας, κράτος θεσμοποιημένης κοινωνικής αδικίας, αναιδέστατης αναξιοκρατίας. Eτσι μεταβάλλει η κυβέρνηση την εξόφληση των δανείων σε σισύφειο εγχείρημα, δηλαδή σε εξόφθαλμη ματαιοπονία. Tο υπάρχον πολιτικό σύστημα αρνείται πεισματικά να δει τη συντελεσμένη καταστροφή σαν ευκαιρία αναγεννητικού κοινωνικού μετασχηματισμού, κατάλυσης του πελατειακού κράτους.
H τρόικα φυσικά και δεν ενδιαφέρεται να μας απαλλάξει από την ντροπή και την αθλιότητα της κομματοκρατίας –εξάλλου τηρεί και τα προσχήματα της μη-παρέμβασης σε όσες τυπικές-φορμαλιστικές (εντελώς ψευδιασθητικές) «ελευθερίες» μας επιτρέπουν να συντηρούμε. Oμως τα όσα εκβιαστικά απαιτούν κρατώντας μας ομήρους των δόσεων του αέναου δανεισμού μας, επιδέχονται, ναι, δύο τρόπους, δύο πολιτικές πρακτικές αντιμετώπισης: Nα δεχθούμε τον πνιγμό του εκβιασμού και της ομηρίας σαν ποινή και συμφορά ή να τον δεχθούμε σαν ευκαιρία ριζοσπαστικών τομών κρατικής ανασυγκρότησης, ανατροπής του πελατειακού κράτους.
Zητάει η τρόικα να περιμαζευτεί ο χαοτικός, δυσλειτουργικός δημόσιος τομέας στη χώρα μας, να απολυθούν πολλές χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων. H κυβερνητική προάσπιση του πελατειακού κράτους εμφανίζει την απαίτηση μόνο σαν ποινή και τη μεταβιβάζει στο κοινωνικό σώμα σαν συμφορά: Eντέλλεται απολύσεις με «κούρεμα», δηλαδή αδιάκριτες, χωρίς έλεγχο ποιος χρειάζεται και ποιος περιττεύει, χωρίς αξιολόγηση ικανοτήτων και προσφοράς (προκαλώντας βάναυση κοινωνική αδικία), αλλά και χωρίς στάθμιση των αναγκών κάθε συγκεκριμένης κρατικής υπηρεσίας (προδίδοντας παγερή αδιαφορία για τη λειτουργικότητα του κράτους). Προτιμάει η κυβέρνηση το αδιάκριτο «κούρεμα», διότι τον παραλογισμό του μέτρου τον φορτώνει στην τρόικα.
O άλλος τρόπος, η διαφορετική πολιτική πρακτική, θα ήταν να αξιοποιηθεί ο στυγνός εκβιασμός της τρόικας ως γόνιμη πρόκληση για καθολική κοινωνική συνέγερση στο τόλμημα «επανίδρυσης του κράτους». O πολίτης ξέρει ότι το πελατειακό κράτος (έστω κι αν το χρησιμοποιεί και ο ίδιος με ιδιοτέλεια) είναι συνώνυμο της υπανάπτυξης, της κοινωνικής αδικίας, του φασιστικού τραμπουκισμού των συνδικαλιστών του. Aν πιστοποιούσε ανιδιοτέλεια στον ηγέτη του, μάλλον θα στρατευόταν, με κάθε θυσία, στο εγχείρημα να στηθεί εξ υπαρχής κράτος στην υπηρεσία των πολιτών, κράτος άτεγκτης αξιοκρατίας, με πρώτο στόχο την ποιότητα της ζωής. Kαι μια καθολική συνέγερση σε τέτοιο εγχείρημα θα συνεπέφερε σχεδιασμούς και μεθοδικές πρακτικές για την απορρόφηση σε παραγωγικές πρωτοβουλίες των χιλιάδων, που σήμερα ανέλπιδα υποχρεώνονται να στερηθούν την ισόβια σίτιση από τον κρατικό κορβανά χωρίς τίποτα να αλλάζει στο «σύστημα».
Kάτι ανάλογο θα μπορούσε να κατορθωθεί και με αφορμή την απαίτηση της τρόικας για απελευθέρωση των «κλειστών» επαγγελμάτων: H τρόικα ενδιαφέρεται να επιβάλει την «ελευθερία», χωρίς έλεγχο και φραγμό, της ατομοκεντρικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Mια ανιδιοτελής (και προπάντων οξυμένης νοημοσύνης) πολιτική ηγεσία θα αξιοποιούσε τη δογματική απαίτηση για να διαλύσει «καρτέλ» συμφερόντων, να αναιρέσει ανισότητες ευκαιριών, να αποκαταστήσει κοινωνικό έλεγχο, δηλαδή όρους δικαιοσύνης στην άσκηση επαγγελμάτων, όρους γόνιμου ανταγωνισμού.
Kόπτεται η τρόικα και ηθικολογούν γαυριώντες και φρυαττόμενοι οι πολιτικοί λακέδες των δανειστών μας: να εξαλειφθεί η φοροδιαφυγή στη χώρα μας. Aλλά η κυβέρνηση για να εξαλείψει τη φοροδιαφυγή πρέπει να απαρνηθεί το πελατειακό κράτος, δηλαδή τον τρόπο ή την πρωτεύουσα πρακτική με την οποία ασκείται η πολιτική στο Eλλαδιστάν. Δεν έχει την πρόθεση να το κάνει. Παίζει κρυφτούλι με την τρόικα κυνηγώντας μικροπωλητές της «λαϊκής» ή ψιλικατζήδες βιοπαλαιστές και αφήνοντας ανενόχλητους τους κεντρικούς πυλώνες, τα εδραιώματα της φοροδιαφυγής, που είναι και αντερείσματα του πελατειακού κράτους.
Kοντολογίς: το καθεστώς επιτροπείας, δηλαδή η υποδούλωση της χώρας στους δανειστές της, θα είναι η αδιέξοδη μοίρα μας, για πολλές δεκαετίες, αν δεν απαλλαγούμε, ρεαλιστικά και με συνέπεια, από το σημερινό πολιτικό μας σύστημα, τη γάγγραινα του πελατειακού κράτους, τη συμφορά και ντροπή της κομματοκρατίας. Tο δίλημμα για την ελληνική κοινωνία είναι ξεκάθαρο: Ή απαλλάσσεται από το πελατειακό κράτος, δηλαδή από το σημερινό πολιτικό σύστημα, και επιχειρεί με καινούργιο Σύνταγμα την επανίδρυση του κράτους (έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που να στοχεύει στην ποιότητα, στην αξιοκρατία, στην αριστεία) ή μπαίνει οριστικά στο λούκι της επιτροπευόμενης συμφοράς με αναπόδραστη κατάληξη το ιστορικό της τέλος.
Φυσικό να ρωτάμε όλοι: πώς, με ποιες πολιτικές πρακτικές θα κατορθωθεί η απαλλαγή από την κομματοκρατία. Oμως τουλάχιστον από την Iστορία συνάγεται η απάντηση ότι για τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει μια κοινωνία δεν υπήρξαν ποτέ προβλέψεις ή συνταγές. Στην έκπληξη οδηγεί η σαφήνεια των στόχων. Kαι το να γίνουν οι στόχοι κοινή συνείδηση μιας κρίσιμης μάζας του πληθυσμού.
Oι εκπλήξεις γεννιώνται, δεν υπαγορεύονται…

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Γκότοβος Αθανάσιος -Πώς και γιατί η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον των Ελλήνων


Η κρίση χρέους και η εθνοτική ρητορική

Αθανάσιος Γκότοβος

Η Ελλάδα ανήκει στον ευρωπαϊκό Νότο και είναι η μόνη χώρα της περιοχής μέχρι σήμερα όπου «αξιολογήθηκε» πολιτικά - με τις διπλές εκλογές της 6ης Μαϊου και της 17ης Ιουνίου του 2012 - το πρόγραμμα χρηματοδότησης που επιβλήθηκε στη χώρα από τους εταίρους της Ευρωζώνης, την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για το οποίο καθιερώθηκε τόσο στον βορειοευρωπαϊκό, όσο και στον ελληνικό τύπο ο ευφημισμός «βοήθεια» ή «πακέτο σωτηρίας».
Ταυτόχρονα «αξιολογήθηκαν» πολιτικά και οι πολιτικοί σχηματισμοί που συναίνεσαν στην επιβολή και την εφαρμογή - την όποια εφαρμογή - αυτής της «θεραπείας». Και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις η αξιολόγηση έδειξε ότι ο πολιτικός χάρτης της Ελλάδας αλλάζει ριζικά και επικίνδυνα. Οι ριζοσπαστικές «αριστερές» και «δεξιές» λύσεις του ελληνικού προβλήματος κέρδισαν πολύ περισσότερους υποστηρικτές, από ό,τι υπολόγιζαν τόσο οι εταίροι-δανειστές, όσο και οι παραδοσιακοί πολιτικοί ταγοί της Ελλάδας.
Η άνοδος της πέραν της Νέας Δημοκρατίας Δεξιάς και της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς δεν μπορούν και δεν πρέπει να θεωρηθούν παροδικά φαινόμενα, διότι οι αιτίες που τα προκαλούν δεν είναι συγκυριακές. Η κρίση χρέους, και κυρίως η διαχείριση αυτής της κρίσης από τους ευρωπαίους εταίρους, και ιδιαίτερα από τη γερμανική κυβέρνηση, δεν προκάλεσε μόνο μια πρωτόγνωρη αρνητική κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα, μέσω της δραστικής μείωσης εισοδημάτων και ευκαιριών απασχόλησης. Η «απωλεσθείσα ασφάλεια», για να χρησιμοποιήσουμε τη γνωστή έκφραση του Ulrich Beck [1], δεν αφορά μόνο τις ατομικές βιογραφίες και τις αντίστοιχες προοπτικές. Αφορά και την ασφάλεια του πολιτικού συστήματος που γνώρισε η χώρα μετά τη μεταπολίτευση. Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις έχουν υποστεί κατακερματισμό [2], υπάρχει μεγάλη ρευστότητα στο πολιτικό τοπίο, οι ισχυρές κυβερνήσεις μοιάζουν πλέον γνώρισμα του παρελθόντος, ενώ οι «αντισυστημικές» ρητορικές και οι αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται σε ανοδική πορεία [3]. Μπορεί να μην έχουν αναπτυχθεί στην Ελλάδα διαμαρτυρίες τύπου «Οccupy Wall Street» [4], αλλά τόσο η ενισχυμένη Αριστερά, όσο και η επίσης ανεπάντεχα καλπάζουσα Ακροδεξιά δεν ασκούν απλά επί μέρους κριτική στις κυβερνητικές πολιτικές, αλλά αμφισβητούν «το σύστημα», όπως συμβαίνει και με την παγκόσμια διαμαρτυρία εναντίον του καπιταλισμού των χρηματαγορών [5].
Παρότι έχουν διατυπωθεί πολύ συχνά και από πολλούς, «ειδικούς» και άλλους, δεν θα ήταν άσκοπο να συνοψίσουμε τις εξωγενείς και τις ενδογενείς αιτίες της ελληνικής κρίσης χρέους, η διαχείριση της οποίας έχει αρχίσει να ενεργοποιεί επικίνδυνα τον μηχανισμό αποσταθεροποίησης της ελληνικής κοινωνίας.
Η επικράτηση του οικονομικού και πολιτικού νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα στέρησε τις κοινωνίες από εκείνους τους κανόνες που έθεταν κάποιους φραγμούς στις γνωστές διαθέσεις και πρακτικές του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα οι λεγόμενες δυτικές κοινωνίες να έρθουν αντιμέτωπες με πολύ επιθετικές πρακτικές των μεγάλων «ναών» του χρήματος [6] και με πρωτοφανείς κοινωνικές ανισότητες σε ό,τι αφορά την κατανομή του πλούτου, μπορεί να θεωρηθεί ως η κεντρική αιτία, η μήτρα, της κρίσης.
Η δημιουργία μιας παράλληλης οικονομίας των αγορών χρήματος όπου διακινούνται ιλιγγιώδη ποσά και διακυβεύονται πολύ μεγάλα κέρδη, είναι επίσης μια από τις κύριες εξωγενείς αιτίες της ελληνικής κρίσης. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το «τσουνάμι» που έφτασε στην Ελλάδα ξεκίνησε ουσιαστικά με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 στις ΗΠΑ.
Η ανάδυση των οικονομιών της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής και η συμπίεση του κόστους παραγωγής αγαθών που διακινούνται σε όλον τον πλανήτη και που για το λόγο αυτό ακυρώνουν την ανταγωνιστικότητα δυτικών εθνικών οικονομιών οι οποίες δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να προσαρμοστούν στα νέα παγκόσμια δεδομένα, είναι η τρίτη δομική εξωγενής αιτία της κρίσης χρέους.
Η τέταρτη αφορά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη κάτω από τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν και χωρίς τις αναγκαίες προσαρμογές είτε της ευρωπαϊκής είτε της ελληνικής οικονομικής πολιτικής.
Η πέμπτη, τέλος, εξωγενής αιτία δεν έχει σχέση τόσο με τη δημιουργία της κρίσης χρέους, όσο με την αναπαραγωγή της. Αφορά τη «θεραπεία» που πρότειναν και επέβαλαν οι δανειστές της Ελλάδας και που οι Έλληνες γνωρίζουν με το όνομα «μνημόνιο». Η ίδια η «θεραπεία» - και όχι τόσο η πλημμελής εφαρμογή της, όπως θα ισχυριστούν αργότερα οι συνταγογράφοι – όξυνε την κρίση, αντί να την μετριάσει [7].
Στις ενδογενείς αιτίες της κρίσης έχει συμπεριληφθεί ο υπερδανεισμός της Ελλάδας, ο οποίος όμως συνδέεται με την ίδια την επιβίωση του πολιτικού συστήματος της χώρας, έτσι όπως αυτό οικοδομήθηκε στην περίοδο της αντιπολίτευσης, με την έννοια ότι το δίκτυο των πελατειακών σχέσεων με τις λαϊκιστικές πρακτικές του δεν μπορούσε να συντηρηθεί παρά μόνο μέσω του εξωτερικού δανεισμού. Έχουν, επίσης, αναφερθεί ως αίτια της κρίσης τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με τη συναφή ασυμμετρία του δείκτη εξαγωγών και εισαγωγών. Τέλος στις ενδογενείς αιτίες της κρίσης οφείλει κανείς να συμπεριλάβει την αδυναμία (ή απροθυμία) του πολιτικού συστήματος να οικοδομήσει έναν κρατικό μηχανισμό ικανό να εξασφαλίζει μέσω της φορολογικής πολιτικής έσοδα για το δημόσιο ταμείο, ώστε η χρηματοδότηση των κρατικών υπηρεσιών να μην εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από τον εξωτερικό δανεισμό. Η διαφθορά, η απληστία και η ιδιοτέλεια συγκεκριμένων παραγόντων του δημόσιου και ιδιωτικού βίου στη χώρα μνημονεύονται συχνά ως ενδογενείς αιτίες της κρίσης χρέους, και όντως είναι, αλλά ανήκουν στις δευτερογενείς αιτίες. Στο κάτω-κάτω, τάσεις και πρακτικές διαφθοράς υπάρχουν και εκδηλώνονται όταν το πολιτικό σύστημα που είναι υπεύθυνο για την καταπολέμησή τους, τις ανέχεται και τις εργαλειοποιεί δι’ ίδιον όφελος.

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ
Δεν έχουμε ακόμη μια «αξιολόγηση» της διαχείρισης της κρίσης σε άλλες χώρες του Νότου, για να μπορούμε να πούμε αν το ελληνικό πολιτικό φαινόμενο επαναληφθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και εκεί. Το ότι, όμως, έχει ήδη δημιουργηθεί ένα ψυχολογικό - δίπλα στο οικονομικό - χάσμα μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και του ευρωπαϊκού Νότου, είναι γεγονός. Χιλιάδες κείμενα έχουν γραφεί σε εφημερίδες χωρών του Βορρά (π.χ. στη Γερμανία) για τις συλλογικές ευθύνες των χωρών του ευρωπαϊκού νότου για την κρίση, και αντίστοιχα πολλά κείμενα κυκλοφορούν σε εφημερίδες (μέσα) χωρών του Νότου για τη συμβολή του ευρωπαϊκού Βορρά στην κρίση. Είναι σαφές ότι έχει δημιουργηθεί μια «νότια» και μια «βόρεια» ερμηνεία της κρίσης χρέους και γενικότερα της κρίσης του ευρώ στην Ευρώπη [8]. Και οι ερμηνείες αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχες περιγραφές για τους «λαούς» των χωρών που είτε υφίστανται την κρίση είτε την χρηματοδοτούν με δάνεια [9].
Επειδή δεν έχουμε ακόμη δεδομένα για τις υπόλοιπες χώρες του Νότου σε ό,τι αφορά την πολιτική αξιολόγηση των πολιτικών λιτότητας που επιβάλλονται για τη θεραπεία της κρίσης χρέους, τα σχόλια θα περιοριστούν στη χώρα όπου αυτά τα δεδομένα υπάρχουν, δηλαδή στην Ελλάδα.
Η κύρια αιτία της πολιτικής αποσταθεροποίησης της μεταμνημονιακής Ελλάδας είναι αναμφίβολα η οικονομική. Τα μέτρα λιτότητας που συμφωνήθηκαν με τους δανειστές είναι τέτοιας έκτασης και δραστικότητας, που όχι μόνον η καθημερινότητα, αλλά τα σχέδια ζωής εκατομμυρίων Ελλήνων ακυρώθηκαν μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Η λέξη «τσουνάμι» που έχει χρησιμοποιηθεί πρόσφατα από τον Έλληνα πρωθυπουργό για την απεικόνιση της ελληνικής κρίσης είναι από τις πιο πετυχημένες, επειδή είναι ρεαλιστική. Από την άλλη μεριά, η διαπλοκή της ελληνικής οικονομίας με τις αντίστοιχες των ευρωπαίων εταίρων δημιούργησε φόβους αλλά και ισχυρά στερεότυπα, ακόμη και μίσος, εναντίον των Ελλήνων σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς οι πολίτες τους άρχισαν να αναρωτιούνται – και σε αυτό «βοήθησαν» ιδιαίτερα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ορισμένοι ευρωπαίοι πολιτικοί – τι σημαίνει γι αυτούς προσωπικά η ελληνική κρίση. Πόσο εισόδημα θα χάσουν για να «σωθεί» η Ελλάδα και για ποιο λόγο πρέπει να χάσουν αυτό το εισόδημα, όταν η Ελλάδα εμφανίζεται ως βαρέλι δίχως πάτο, και κυρίως γιατί πρέπει να πληρώνουν εκείνοι για να ζουν οι Έλληνες διαρκώς πέρα από τις δυνατότητές τους.
Αν έτσι προσλαμβάνει ο μέσος πολίτης της Βόρειας Ευρώπης την ελληνική κρίση χρέους, δηλαδή ως πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα από τους Έλληνες και που πρέπει να λυθεί από εκείνους που το προκάλεσαν και μόνο, αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη αναδυθεί η βάση για την αναμόχλευση των στερεοτύπων του παρελθόντος τόσο από τη γερμανική [10], όσο και από την ελληνική [11] πλευρά.
Αυτό που τρία χρόνια σχεδόν μετά την εκδήλωση της απόσυρσης της εμπιστοσύνης των διεθνών χρηματαγορών απέναντι στην Ελλάδα - αλλιώς διατυπωμένο: μετά από την έναρξη της επίθεσης των «αγορών» εναντίον της χώρας - αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο πολιτικός φορέας (ΠΑΣΟΚ) που κέρδισε τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 και σχημάτισε κυβέρνηση με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν μπορούσε τότε να διανοηθεί ότι η εκλογική του νίκη θα ισοδυναμούσε λίγους μήνες αργότερα με τον πολιτικό του θάνατο. Ο λόγος είναι απλός και έχει διατυπωθεί πολλές φορές από σημαίνοντα στελέχη του πρώην κυβερνητικού κόμματος: το βάρος που η τότε κυβέρνηση ανέλαβε να σηκώσει στους ώμους της ήταν δυσανάλογο για τις αντοχές της και γενικά πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που τα κυβερνητικά κόμματα στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης είχαν συνηθίσει και άντεχαν πολιτικά να σηκώνουν. Όταν αυτό έγινε αντιληπτό, το κόμμα αυτό δεν είχε ούτε την τόλμη, ούτε την πολιτική σοφία να προτείνει μια πολυκομματική κυβέρνηση που μετά την εκδήλωση της κερδοσκοπικής επίθεσης θα ήταν ίσως η πιο ενδεδειγμένη λύση για τη χώρα. Το πολιτικό αυτό σφάλμα οδήγησε στο να απωλέσουν την αξιοπιστία τους τόσο η κυβέρνηση - η οποία καθησύχαζε τους πολίτες ότι η κατάσταση δεν είναι και τόσο τραγική - όσο και η αντιπολίτευση, η οποία εστίαζε μόνο στο πώς θα ανεβάσει με φόντο την κρίση τα εκλογικά της ποσοστά. Η αντιπολίτευση έχασε έτσι την ευκαιρία να δείξει ότι αισθάνεται την ανάγκη να συστρατευθεί σε μια κοινή προσπάθεια για την αποτροπή της πτώχευσης, η οποία θα ερχόταν αναγκαστικά είτε με τη μορφή της στάσης πληρωμών, είτε με τη μορφή της δραστικής μείωσης των εισοδημάτων, και συνεπώς της αγοραστικής δύναμης του μέσου Έλληνα και ιδιαίτερα του οικονομικά αδύνατου.
Ο κανόνας, ότι όποιος διαχειρίζεται στην Ελλάδα αυτή την κρίση εντός του πλαισίου που του επιβάλλουν - για τους δικούς τους λόγους - οι δανειστές πεθαίνει πολιτικά, απειλεί πλέον όλα τα «συστημικά» κόμματα, ανεξαρτήτως του εάν αυτά είχαν στο παρελθόν εμπειρία διακυβέρνησης ή όχι. Οι πολίτες που προτιμούν «αντισυστημικά» κόμματα, καθώς βιώνουν πρωτόγνωρες και οδυνηρές επεμβάσεις της πολιτικής με τις οποίες μειώνεται πλαγίως (με τους έμμεσους φόρους), και ευθέως (με τις περικοπές των αποδοχών), το εισόδημά τους, χωρίς να βλέπουν ταυτόχρονα αντίστοιχες επεμβάσεις που να μειώνουν τις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών (καθώς αυτές, με βάση τη φιλοσοφία του «συστήματος», διαμορφώνονται αυτόνομα από τις δυνάμεις της αγοράς και όχι της πολιτικής), βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι «συστημικοί» διαχειριστές είναι ανίκανοι και κυνικοί, ότι δεν μπορούν και δεν θέλουν να νιώσουν την αγωνία του Έλληνα που φτωχαίνει και βρίσκεται σε απόγνωση. Τα στατιστικά επιχειρήματα των διαχειριστών δεν τους αγγίζουν και όσο αισθάνονται ότι θα βρίσκονται και αύριο εκτός νυμφώνος, ριζοσπαστικοποιούνται πολιτικά είτε προς τα αριστερά, είτε προς τα δεξιά. Ο μεταρρυθμιστικός λόγος των διαχειριστών της κρίσης - είτε ως απαίτηση από την πλευρά των δανειστών, είτε ως λογοδοσία από την πλευρά των κυβερνώντων - παύει να τους αφορά από τη στιγμή που αυτός συμπίπτει χρονικά με τη δική τους εξαθλίωση. Με αυτή την έννοια, η άποψη ότι οι Έλληνες ψηφοφόροι ριζοσπαστικοποιούνται και εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά κόμματα, επειδή αυτά έχουν απωλέσει τη δυνατότητα να ικανοποιούν πελατειακά αιτήματα [12], είναι από ένα σημείο και μετά προβληματική. Δεν υπάρχουν μόνον εξοργισμένοι Έλληνες επειδή κόπηκαν (κάτι για το οποίο ούτως ή άλλως υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες) τα «ρουσφέτια», αλλά επειδή υποχωρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, είτε είχαν την πρόθεση να ζητήσουν «ρουσφέτια», είτε όχι [13].
Αυτή είναι η βασική γεννήτρια του αντισυστημικού κλίματος ανάμεσα στους Έλληνες ψηφοφόρους, τρία χρόνια σχεδόν μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους. Το γεγονός, μάλιστα, ότι προς τα ίδια αντισυστημικά κόμματα ή κόμματα με αντισυστημική ρητορική στρέφονται μαζί με τους «χαμένους» του μνημονίου και οι μέχρι χθες - και ίσως μέχρι σήμερα - προνομιούχοι του προηγούμενου καθεστώτος [14], δεν αλλάζει κάτι στον κανόνα ότι «όποιος διαχειρίζεται την κρίση χρέους στην Ελλάδα με τους όρους του Μνημονίου, κινδυνεύει να πεθάνει πολιτικά» και ότι ο θάνατός του ουσιαστικά εξαρτάται από τους αρχιτέκτονες των λεγόμενων πολιτικών λιτότητας.

ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΩΝ
Για τη διαμόρφωση του τύπου της «θεραπείας» που επιβλήθηκε στην πολιτική τάξη της Ελλάδας και δι’ αυτής στους Έλληνες από τους δανειστές της, όταν οι διεθνείς «αγορές» απέσυραν την εμπιστοσύνη τους από την Ελλάδα, πρωτοστάτησε η γερμανική κυβέρνηση. Δεν ήταν η μόνη ευρωπαϊκή κυβέρνηση που επέμεινε σε μια επώδυνη συνταγή, αλλά εκείνη που με το ειδικό οικονομικό και πολιτικό βάρος της χώρας που εκπροσωπεί θα μπορούσε να οδηγήσει τους μικρότερους εταίρους που κινούνται στη γερμανική σφαίρα επιρροής σε μια πιο ισορροπημένη και φιλοευρωπαϊκή «θεραπεία». Είναι αυτή η σκληρή γραμμή της αδυσώπητης λιτότητας που άλλαξε το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα μετά το 2010. Όχι μόνο σε ό,τι αφορά την καθημερινότητα εκατομμυρίων Ελλήνων, αλλά παράλληλα την πολιτική και την κοινωνική ζωή [15]. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν εκβιαστικά στη χώρα ανέτρεψαν, όπως έδειξαν καθαρά οι δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις και όπως δείχνουν οι σημερινές δημοσκοπήσεις, τον πολιτικό προσανατολισμό πολύ μεγάλου μέρους του πολιτικού φάσματος, αποδυναμώνοντας δραματικά τα πολιτικά κόμματα που διαχειρίστηκαν την κρίση και συνεπώς ήταν υποχρεωμένα να δεχθούν τους εκβιασμούς των δανειστών, οι οποίοι απειλούσαν με την εναλλακτική λύση της επίσημης πτώχευσης, κάτι που θα μπορούσε να σημάνει και το τέλος του πολιτικού βίου των εν λόγω («συστημικών») κομμάτων.
Η πολιτική ελίτ της χώρας, συνηθισμένη στη διευθέτηση της συνηθισμένης ρουτίνας της «διανομής», βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, την κρισιμότητα της οποίας επέτειναν οι ερασιτεχνισμοί της ηγεσίας του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2011 αλλά και τα ανύπαρκτα αντανακλαστικά του ίδιου κόμματος (ΠΑΣΟΚ), καθώς επίσης η τακτική, εκείνη την περίοδο, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που έβλεπε τις δυσκολίες της κυβέρνησης να διαχειριστεί το πρόβλημα ως ευκαιρία για την εξασφάλιση εκ μέρους της πολιτικού κεφαλαίου και για αναρρίχηση στην εξουσία. Όταν το κόμμα αυτό (Νέα Δημοκρατία) προς το τέλος του 2011 αναγκάστηκε να αλλάξει στάση και προσχώρησε στη ρητορική των αναγκαίων θυσιών για τη «σωτηρία της χώρας», οι πολιτικές διαθέσεις του εκλογικού σώματος είχαν ήδη αλλάξει και οι τέσσερις περίπου στους δέκα Έλληνες είχαν αρχίσει να προσανατολίζονται σε «αντισυστημικά» - δηλαδή «αντιμνημονιακά» - κόμματα. Όχι επειδή αυτά πρότειναν κάποια ορθολογικότερη, κοινωνικά δίκαιη και κυρίως ρεαλιστική λύση, αλλά για δύο λόγους: επειδή τα όρια της «προσφοράς» των συστημικών κομμάτων είχαν εξαντληθεί - οι δανειστές δεν άφηναν κανένα περιθώριο για κάτι καλύτερο - και επειδή ένας αναδυόμενος «πατριωτισμός» των φτωχών και των εξαθλιωμένων δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την υποταγή σε γερμανικές συνταγές οι οποίες, εκτός των άλλων, εμπεριείχαν και ισχυρές δόσεις προσβολής και ύβρης απέναντι στους Έλληνες. Η δημόσια ανάγνωση και η δημόσια ερμηνεία της κρίσης χρέους από τους δανειστές - η οποία είναι πολύ διαφορετική από την ιδιωτική - δεν επέτρεψε σε πολλούς Έλληνες ψηφοφόρους να διακρίνουν χρησιμότητα και καλή διάθεση στη συνταγή των τελευταίων. Απέρριψαν όχι μόνο για οικονομικούς, αλλά και για «πατριωτικούς» λόγους τη συνταγή και μαζί με αυτή και τους εκτελεστές της.
Και εδώ γεννάται ένα μείζον πολιτικό και θεωρητικό ερώτημα:
Αν δεχθούμε το προφανές, το ότι δηλαδή οι πολιτικές διαχείρισης της κρίσης χρέους για την Ελλάδα που ουσιαστικά αποτελούν ένα μίγμα από μέτρα λιτότητας και «μεταρρυθμίσεις» νεοφιλελεύθερης κοπής, δεν είναι πρωτοβουλία της εγχώριας, ελληνικής πολιτικής ελίτ, αλλά επιβλήθηκαν σε αυτή από ισχυρούς εξωγενείς παράγοντες, τότε ποια είναι ακριβώς τα πολιτικά κίνητρα αυτών των παραγόντων, και ιδιαίτερα της Γερμανίας; Είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι οι «δεξαμενές» της νεοφιλελεύθερης πολιτικής σκέψης στη χώρα αυτή, οι σύμβουλοι της ηγεσίας, είναι τόσο προκλητικά ανεπαρκείς, ώστε να μη μπορούν να σκεφτούν ότι παρόμοιες πολιτικές οδηγούν αναγκαστικά σε πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση της Ελλάδας, και συνεπώς της νοτιοανατολικής Ευρώπης; Είναι δυνατόν οι «σοφοί» να μην κατάφεραν να πείσουν τους ηγέτες της χώρας αυτής ότι τόσο δραστικές ανατροπές στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων δεν μπορούν να απορροφηθούν εύκολα από το «σύστημα» και ότι οι πολίτες της χώρας αυτής δεν θα μείνουν πιστοί στις πολιτικές δυνάμεις που εκτελούν μια αντικοινωνική συνταγή «σωτηρίας», επειδή βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο;
Υπάρχουν τρία σενάρια που απαντούν στο παραπάνω ερώτημα, ίσως το πιο κρίσιμο ερώτημα που μένει μέχρι σήμερα αναπάντητο σε ό,τι αφορά την τρέχουσα γερμανική πολιτική για τη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Σύμφωνα με το πρώτο, η «θεραπεία» που επέβαλε η γερμανική κυβέρνηση στην Ελλάδα είχε κυρίως εσωτερική χρησιμότητα. Με άλλα λόγια, η αυστηρότητα της Merkel, του Schäuble, του Rösler, του Söder και πολλών άλλων δημοσίων προσώπων στη Γερμανία μεταφράζεται σε ψήφους υπέρ των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού. Για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Έλληνα Προέδρου της Δημοκρατίας [16], η Ελλάδα «μαστιγώθηκε» για να βγει ο κομματικός λογαριασμός του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού. Σύμφωνα πάντοτε με το ίδιο σενάριο, η πολιτική αποσταθεροποίηση που προέκυψε για τη χώρα από την εφαρμογή των πολιτικών του «μνημονίου» υπήρξε μια παράπλευρη απώλεια που δεν είχε υπολογιστεί και δεν είχε ληφθεί υπόψη από τους σχεδιαστές των πολιτικών αυτών – εκ παραδρομής.
Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, η επιβολή σκληρών όρων δανεισμού στην Ελλάδα σχετίζεται με ένα γενικότερο σχέδιο της Γερμανίας για πολιτική ηγεμονία στην Ευρώπη [17], με την έννοια ότι επιδίωξη της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας είναι να συνδέσει τη βοήθεια προς τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με την επιβολή γερμανικών όρων στη νέα Ευρώπη της μετά την κρίση εποχής. Με βάση αυτή τη λογική, οι εξαρτημένες οικονομικά χώρες θα συναινέσουν εξ ανάγκης στις γερμανικές πολιτικές δανεισμού, προκειμένου να «σωθούν» οι ίδιες μέσω της «σωτηρίας» της πολιτικής τάξης που επιχειρεί την (τρόπος του λέγειν) διαπραγμάτευση με τους δανειστές.
Σύμφωνα με το τρίτο σενάριο, μια μερίδα της πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας σε χώρες λ. χ. όπως η Ολλανδία, η Γερμανία και η Φινλανδία επιχείρησε από κοινού και με συντονιστή τη γερμανική κυβέρνηση να δοκιμάσει στην πράξη την ιδέα της δημιουργίας μιας μικρότερης Ευρωζώνης, η οποία θα περιλαμβάνει μόνο τις χώρες με σταθερές και εύρωστες οικονομίες. Επομένως η κρίση των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα «τεστ αντοχής» των σημερινών εθνικών οικονομιών της Ευρωζώνης και ταυτόχρονα ως ένα τεστ ανίχνευσης της «μεταρρυθμιστικής βούλησης» των πολιτικών ηγεσιών των δοκιμαζόμενων χωρών να υιοθετήσουν στοιχεία του οικονομικού μοντέλου των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά.
Ποιο από τα τρία αυτά σενάρια βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα; Υπάρχει κάτι που να μας κάνει να πιστεύουμε με σχετική βεβαιότητα ότι από τα τρία εκείνο που βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι το τελευταίο;


ΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ
Η απάντηση είναι αρνητική. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το επικρατέστερο σενάριο είναι η προσπάθεια αναδιάταξης της Ευρωζώνης με τη Γερμανία να παίζει μελλοντικά στη συρρικνωμένη πλέον νομισματική ένωση πολύ πιο δραστικό ρόλο από ό,τι παίζει ήδη σήμερα. Υπάρχουν, όμως, ισχυρές ενδείξεις ότι αυτό τα σενάριο είναι βάσιμο και ότι όσοι υποστήριξαν την ύπαρξή του δεν εξέφραζαν απλώς τον συνηθισμένο αντιγερμανισμό του ευρωπαϊκού Νότου, όπως έχει γραφεί από ορισμένους [18]. Ποιες είναι αυτές οι ενδείξεις;
Η πρώτη είναι η ανεξήγητη - αν αποκλείσει κανείς αυτό το σενάριο - επιμονή της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας, προσωποποιημένης στη γερμανίδα καγκελάριο ως συνισταμένης των τάσεων του κυβερνητικού συνασπισμού εξουσίας, να επιβάλει μια από τις χειρότερες «θεραπείες» για την ελληνική κρίση χρέους, δηλαδή μέτρα για τον περιορισμό του ελλείμματος και την περιστολή των κρατικών δαπανών που αποσταθεροποίησαν την ελληνική κοινωνική και πολιτική κατάσταση πραγμάτων. Η επιμονή αυτή ήταν και παραμένει πολύ συστηματική και συνεπής για να αποδοθεί σε «λάθος εκτίμηση» της ελληνικής κατάστασης από τους τεχνοκράτες του Βερολίνου ή μόνο στον «εγκλωβισμό» της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας στις ισχυρές αντιευρωπαϊκές τάσεις που παρατηρούνται σήμερα στη γερμανική κοινή γνώμη.
Η δεύτερη σχετίζεται με τις διαρκείς παρεμβάσεις πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, κατά κανόνα αξιωματούχων, ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών οι οποίοι προκαταλαμβάνουν την αποτυχία οποιουδήποτε προγράμματος «βοήθειας» για την Ελλάδα και οι οποίοι προτείνουν μονότονα μία και μόνη λύση: την όσο το δυνατόν ταχύτερη έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη για να απαλλαγεί το ευρώ από μία διαρκή πληγή και οι βορειοευρωπαίοι φορολογούμενοι από μια διαρκή και άσκοπη αιμορραγία. Η κεντρική ιδέα των παρεμβάσεων αυτών είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί ήδη μια χαμένη υπόθεση [19].
Η τρίτη ένδειξη αφορά το γεγονός ότι ισχυρή μερίδα των γερμανικών μέσων ενημέρωσης εκδήλωσε από την αρχή της κρίσης, και πριν ακόμη προκύψει η «θεραπεία» των μνημονίων, μια πολύ έντονα αρνητική στάση απέναντι στην Ελλάδα και τους Έλληνες εν γένει ως εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κεντρικό μήνυμα αυτής της αρθρογραφίας ήταν ότι οι Έλληνες είναι μια ειδική περίπτωση σε όλες τις διαστάσεις: οικονομική, πολιτική, πολιτισμική. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση - πολύ περισσότερο, στην Ευρωζώνη - υπήρξε πολιτικό σφάλμα που πρέπει τώρα να διορθωθεί, προκειμένου να προχωρήσει μπροστά η Ευρώπη, χωρίς «βαρίδια». Το βασικό εργαλείο για τη διατύπωση αυτού του μηνύματος ήταν (και παραμένει) η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή της Ελλάδας και των Ελλήνων. Δεν πρόκειται, όπως παλιότερα με την κριτική στον κομμουνισμό, για το λεξιλόγιο της κριτικής ενός συστήματος, μιας προβληματικής προσωπικότητας ή μιας διεφθαρμένης ελίτ, αλλά για ένα εθνοτικό λεξιλόγιο περιγραφής των Ελλήνων συλλήβδην ως τύπο ανθρώπου. Το νέο αυτό για τα γερμανικά μεταπολεμική δεδομένα λεξιλόγιο αποτελεί το γλωσσικό ένδυμα μιας ιδεολογικής τάσης για εθνοτική σκέψη στη γερμανική κοινή γνώμη, τάση όμως που είναι κοινή με αντίστοιχες και σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες του Βορρά. Αν η γλώσσα με την οποία διεκπεραιώθηκε και διεκπεραιώνεται η επίθεση [20] εναντίον της Ελλάδας και των Ελλήνων συλλογικά έμοιαζε αδιανόητη πριν από λίγα χρόνια, μετά την ελληνική κρίση χρέους όχι μόνο αποτολμήθηκε η χρήση της, με πρόσχημα την ελευθερία του λόγου - κάτι που ακόμη, ευτυχώς, δεν ισχύει για άλλες συλλογικότητες με επίσης πολύ δύσκολη ιστορία με το γερμανικό κράτος και τα όργανά του - αλλά έγινε απολύτως συντονισμένα, δίνοντας την εντύπωση ότι υπάρχει «πολιτικός μαέστρος» που κρατά τη μπαγκέτα της δημοσιογραφικής ορχήστρας. Το «καψόνι» στην Ελλάδα, αν με την έννοια αυτή αποδώσουμε στην Ελληνική τον όρο «Griechnland-Bashing», υπήρξε πολύ συστηματικό και συντονισμένο για να δεχθούμε ότι προέκυψε τυχαία.
Είναι κυρίως αυτό το τελευταίο που μας οδηγεί στο να δεχθούμε ότι το τρίτο από τα σενάρια που κυκλοφορούν για τη γερμανική στάση απέναντι στην ελληνική κρίση χρέους ίσως είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα σε σύγκριση με τα άλλα δύο, χωρίς να αποκλείεται ότι τα άλλα δύο δεν υπηρετούνται από αυτό. Προφανώς υπηρετούνται.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ
Ακόμη και ένας περιστασιακός αναγνώστης του γερμανικού τύπου θα βίωνε προς τα τέλη του 2009 ένα ισχυρό σοκ διαβάζοντας τα ρεπορτάζ, τις αναφορές και τις αναλύσεις πολλών αρθρογράφων για την Ελλάδα και τους Έλληνες, αναφορές που άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ένταση επαναλαμβάνονται και ανακυκλώνονται μέχρι σήμερα.
Το πρώτο στοιχείο του σοκ είναι ότι τα δημοσιεύματα έμοιαζαν συντονισμένα, δεν ήταν τυχαία. Είχε κανείς την αίσθηση ότι ισχυρή μερίδα της γερμανικής πολιτικής ελίτ επιχειρούσε να καθιερώσει έναν συγκεκριμένο λόγο περί Ελλήνων και ότι οι αρθρογράφοι λίγο - πολύ προσάρμοζαν το ύφος και το περιεχόμενο των κειμένων τους σ’ αυτή τη γραμμή. Ήταν η εποχή που ξεκινούσε μια επίθεση όχι μόνον ενός - όπως πολύ πρόχειρα επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί αργότερα μέσω της συσχέτισης μόνον της εφημερίδας Bild με τον ανθελληνικό λόγο - αλλά πολλών μέσων, έντυπων και ηλεκτρονικών, κεντρικών και περιφερειακών, σοβαρών και εντυπωσιοθηρικών, εναντίον των Ελλήνων συλλήβδην, στα πλαίσια μιας εθνοτικής ερμηνείας της κρίσης, μιας ερμηνείας που βλέπει τις αιτίες της κρίσης χρέους στον χαρακτήρα των Ελλήνων. Ήταν μια προδρομική εκδοχή του «όλοι μαζί τα φάγαμε», αλλά σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο: όλοι μαζί τα φάγατε, γιατί ανήκει στο χαρακτήρα σας να τα τρώτε... [21]
Ο εθνοτικός λόγος περί Ελλήνων ήταν το δεύτερο στοιχείο του σοκ. Χαρακτηρολογικές αφηγήσεις ακούει κανείς στα καφενεία, πραγματικά και τηλεοπτικά. Αλλά λόγο για τους εθνικούς χαρακτήρες από επίσημα χείλη, από διάσημους οικονομολόγους, από σημαίνοντα πολιτικά στελέχη, από σοβαρούς τηλεπαρουσιαστές σε μια χώρα που ακόμη διαχειρίζεται ένα πολύ βαρύ παρελθόν με τον εθνοτικό λόγο ως καθεστωτικό λόγο την περίοδο 1933-1945, δεν περίμενε ομολογουμένως να ακούσει κανείς από επίσημα γερμανικά χείλη. Μέχρι την πτώση του τείχους ακόμη και η λέξη πατρίδα ήταν περίπου απαγορευμένη στον δυτικογερμανικό δημόσιο λόγο, εξ αιτίας της κατάχρησης της ιδέας και της λέξης από τους ναζί. Στην ανατολική πλευρά την άκουγε κανείς πιο συχνά, αλλά πάντοτε συνοδευόμενη από το επίθετο σοσιαλιστική. Το τείχος έπεσε το 1989 και μαζί με αυτό έπεσαν και αρκετά ταμπού. Η λέξη Deutschland άρχισε να επανεμφανίζεται στο προσκήνιο, δειλά στην αρχή, μέχρι που αντικατέστησε το υποκατάστατο BRD αργότερα. Ακόμη και η πιο απαγορευμένη λέξη της ψυχροπολεμικής περιόδου, το επίθετο ‘national’, άρχισε να κάνει την εμφάνισή του και να διεκδικεί επαξίως τη θέση του δίπλα στο συνθετικό bundes- όταν γίνεται λόγος για εθνικά προγράμματα, πλάνα και επιτροπές. Η αίσθηση που είχε κανείς μετά την ένωση των δύο γερμανικών κρατών ήταν ότι τα είδωλα και οι γλωσσικές (ιδεολογικές) συμβάσεις του ψυχρού πολέμου άρχισαν να ξεφτίζουν, με μία εξαίρεση: τον λόγο περί Εβραίων. Αρνητικές αναφορές στους Εβραίους ως λαό, αλλά και κριτική στις πολιτικές του κράτους του Ισραήλ συνεχίζουν να είναι απαγορευμένα στη σημερινή Γερμανία, τουλάχιστον στην κεντρική σκηνή [22].
Το τρίτο σημείο του σοκ είναι ότι οι αναφορές για τους Έλληνες και την Ελλάδα με αφορμή την κρίση χρέους, οι οποίες ξεκίνησαν στα τέλη του 2009 από τη Γερμανία και μετά απλώθηκαν σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, θύμιζαν ως προς τη δομή και τη γλώσσα τον γερμανικό αντισημιτικό λόγο του παρελθόντος. Τούτο αφορά τόσο τα ίδια τα κείμενα που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα, αλλά και τον σχολιασμό που επεφύλασσαν στα κείμενα οι αναγνώστες τους μέσω του διαδικτύου. Η εικόνα του Έλληνα δέχθηκε μέσα από χιλιάδες εχθρικά άρθρα και σχόλια μια πρωτόγνωρη στη μεταπολεμική Ευρώπη επίθεση η οποία δεν άγγιζε απλώς τα όρια του ρατσισμού: ήταν προϊόν φυλετικής σκέψης. Όχι από χείλη αμόρφωτων, απαίδευτων ανθρώπων, αλλά από επίσημα χείλη και αντίστοιχες γραφίδες. Ήταν ένας ανθελληνικός λόγος των καλλιεργημένων. Γερμανικές φωνές που πήγαν κόντρα σ’ αυτό το ρεύμα υπήρξαν, αλλά ήταν πολύ λίγες.
Η υπόθεση ότι ένα τμήμα της γερμανικής πολιτικο-οικονομικής ελίτ έπαιξε μετά το 2009 με την ιδέα του εξαναγκασμού της Ελλάδας σε έξοδο από την Ευρωζώνη με παράλληλη αναδόμηση της νομισματικής ένωσης, δεν μοιάζει πλέον και τόσο τραβηγμένη. Ούτε φαίνεται τώρα υπερβολική η υπόθεση ότι μέσω της επίθεσης εναντίον των Ελλήνων επιχειρήθηκε μια μοντέρνα παιδαγωγική του δέους, τόσο προς την ίδια την Ελλάδα, όσο και προς άλλες χώρες του Νότου, με στόχο την αποδοχή από τις κοινωνίες, μέσω του εκφοβισμού, μέτρων που βελτιώνουν ίσως τους οικονομικούς δείκτες προς την κατεύθυνση της κατηγορικής προσταγής των «αγορών», αλλά δημιουργούν κοινωνικά ναυάγια και πριονίζουν την ίδια την κοινωνική συνοχή και αποσταθεροποιούν πολιτικά τη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Από πλευράς περιεχομένου, η κυρίαρχη τάση στη γερμανική αρθρογραφία αφηγείται την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας ως πολιτισμική παρακμή. Σ’ αυτή την αφήγηση, όλες οι άλλες παράμετροι είναι ομαλές, εκτός από τους Έλληνες που είναι απροσάρμοστοι και τριτοκοσμικοί, μη Ευρωπαίοι. Η λέξη Έλληνας χρησιμοποιείται αδιακρίτως για ο,τιδήποτε είναι ελληνικό: το πολιτικό σύστημα της χώρας, η οικονομική ελίτ, διεφθαρμένοι αξιωματούχοι, πρακτικές μικρής και μεγάλης διαφθοράς στην καθημερινή ζωή, εικονικές συντάξεις, φακελάκι, αναρχικοί και απεργίες. Το πιο συνηθισμένο ουσιαστικό που συνοδεύει τις περιγραφές για την Ελλάδα στη γερμανική αρθρογραφία είναι η λέξη χάος. Οι δομές εξαφανίζονται. Το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα δεν είναι τα κατ’ εξοχήν αντικείμενα της κριτικής. Ακόμη και όταν ασκείται κριτική στο σύστημα, αυτή δεν εστιάζει στις στρεβλές δομές, σε ομάδες προνομιούχων που υπερασπίζονται συγκεκριμένα συμφέροντα με ή χωρίς την κρίση. Εστιάζει στο γεγονός ότι οι δομές και τα συστήματα είναι ελληνικά. Και ως τέτοια δεν είναι δυνατόν να είναι καλύτερα. Οι Έλληνες εμφανίζονται συλλήβδην ως λαός παρασιτικός, που ζει εις βάρος των εργατικών και προνοητικών λαών του Βορρά, που δεν παράγει πλέον τίποτε αξιόλογο, που εξαπατά τους εταίρους στην Ευρώπη και - σαν να μην έφταναν όλα αυτά - που εδώ και δεκαετίες ζει πέρα από δυνατότητές του, με τα χρήματα των δανειστών. Και το χειρότερο απ’ όλα: αντί να δείχνει ευγνωμοσύνη που τον βοηθάμε με το μνημόνιο τώρα που έχει ανάγκη, συμπεριφέρεται με αχαριστία θυμίζοντάς μας διαρκώς τις ευθύνες μας για το Ολοκαύτωμα.
Οι εγχώριοι πολλαπλασιαστές των βορειοευρωπαϊκών ετεροπροσδιορισμών του Έλληνα υιοθέτησαν αυτά τα στερεότυπα και τα αναπαρήγαγαν για να εμπεδώσουν ακόμη περισσότερο το μήνυμα ότι για την κρίση χρέους ευθύνονται αποκλειστικά οι Έλληνες [23]. Εμφανίστηκαν λ.χ. στο προσκήνιο επίσημοι αξιωματούχοι που έδιναν συνεντεύξεις για μάθει η Ευρώπη πόσοι έπαιρναν παράνομα εικονικά βοηθήματα στη Ζάκυνθο, αλλά και ανεπίσημοι που έκαναν κριτική στην τρόικα ότι δεν είναι αρκετά ανάλγητη, όσο χρειάζεται ειδικά για τους Έλληνες, που μόνο με εξωτερική πίεση μπορούν να διορθωθούν. Στο ήδη γκρίζο χρώμα της γερμανικής ελληνογραφίας δεν δίσταζαν κάποιοι να προσθέτουν κι άλλο μαύρο. Και εδώ υπάρχει ένα καίριο παιδαγωγικό ερώτημα: Πώς μπορεί να ανατραφεί μια νέα γενιά Ελλήνων μέσα σε ένα κλίμα στιγματισμού, εξωτερικού και εσωτερικού, της συλλογικής τους αυτοεικόνας; Με τι θετικό από την πατρίδα τους θα ταυτιστούν τα Ελληνόπουλα μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό των ανθελληνικών περιγραφών; Και τι γίνεται με τις ελληνογερμανικές σχέσεις;
Οι εθνοτικές αναγνώσεις της κρίσης, οι ερμηνείες που βλέπουν τις αιτίες της στον εθνικό χαρακτήρα των Ελλήνων, δεν είναι απλώς λανθασμένες. Είναι παιδαγωγικά επικίνδυνες. Η οικονομική κρίση που βιώνει και θα βιώνει ακόμη η χώρα δεν οφείλεται στον «χαρακτήρα» των κατοίκων της. Είναι εξόχως προσβλητικό να εκπέμπει κανείς στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, οι οποίοι δεν έφτασαν να ζήσουν ποτέ όπως ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης, το μήνυμα ότι έζησαν σαν πλούσιοι, ενώ ήταν φτωχοί. Όλες οι δικτατορίες – συμπεριλαμβανομένης της δικτατορίας των «αγορών» - επιδιώκουν να αναδειχθούν σε καθεστώτα αλήθειας για τους υπηκόους τους. Δεν είμαστε όμως υποχρεωμένοι να δεχθούμε ως αλήθεια την εκδοχή των οπαδών του νεοφιλελευθερισμού για τα ελληνικά πράγματα. Οι περισσότεροι Έλληνες – γιατί υπάρχουν και μερικοί που όχι μόνο δεν πλήττονται από την κρίση αλλά, όπως σε κάθε δύσκολη εποχή, πλουτίζουν από αυτήν – υφίστανται σήμερα τις συνέπειες μιας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην οικονομική λογική, των «αγορών», και μιας εθνικής οικονομίας άκρως εξασθενημένης, εξ αιτίας των διαχρονικών συμπεριφορών μιας πολιτικής ελίτ που δεν κατάφερε να θωρακίσει τη χώρα απέναντι στην επιθετική διάθεση του σύγχρονου διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στο βαθμό που η ελίτ αυτή προκύπτει από την πολιτική συμπεριφορά των Ελλήνων, είναι σαφές ότι πρέπει να αποδεχθούμε το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί επειδή δεν θελήσαμε ή δεν μπορέσαμε να την αντικαταστήσουμε. Αλλά η νέα γενιά δεν έχει ευθύνη. Από τη σκοπιά των «αγορών», η ευθύνη είναι εξ ορισμού συλλογική: θα την πληρώσουν οι οικονομικά αδύναμοι Έλληνες γενικώς, και περισσότερο από όλους αυτοί που δεν έχουν καμία ευθύνη: οι νέοι.


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΙΧΤΕΙ
Δεν είναι γνωστό τι πρόκειται να συμβεί αν οι Έλληνες αποφασίσουν να αναθέσουν στις επόμενες εκλογές τη διαχείριση της κρίσης σε «αντισυστημικούς» διαχειριστές που θα επιχειρήσουν να θέσουν τη μελλοντική διαχείριση εκτός του σημερινού πλαισίου ή και κόντρα σε αυτό. Μπορούμε όμως να φανταστούμε ότι όχι μόνο η φτώχεια των Ελλήνων θα ενταθεί σε μια τέτοια περίπτωση, αλλά και ότι είναι πολύ πιθανό η κοινωνική αποσταθεροποίηση να λάβει τέτοιες μορφές που να μην είναι πλέον αντιστρέψιμη. Βεβαίως σε μια τέτοια περίπτωση ορισμένοι από τους σημερινούς ευρωπαίους πρωταγωνιστές της δανειστικής πολιτικής θα δηλώσουν ότι υπεύθυνοι για το χάος είναι οι ίδιοι οι Έλληνες, με τον ίδιο περίπου τρόπο που δηλώνουν σήμερα ότι το οικονομικό πρόβλημα των χωρών του Νότου προκλήθηκε από τις ίδιες τις χώρες του Νότου και οι χώρες αυτές πρέπει να το λύσουν από μόνες τους με δικά τους μέσα.
Κάθε λογικός και απροκατάληπτος άνθρωπος γνωρίζει, όμως, ότι δεν μπορείς να φορτώνεις έναν γάιδαρο με περισσότερο βάρος από εκείνο που μπορεί να αντέξει και ότι οι πειραματισμοί με το ζώο για να διαπιστωθεί πόσο βάρος τελικά μπορεί να αντέξει χωρίς να καταρρεύσει, είναι επικίνδυνοι. Προς το παρόν ο γάιδαρος ζορίζεται πολύ, αλλά δεν έχει καταρρεύσει, ακόμη σέρνεται στην ανηφόρα. Είναι όμως βέβαιο ότι θα γονατίσει και θα τα στηλώσει, αν ο νοικοκύρης δεν αφαιρέσει μέρος από τη σαβούρα που κουβαλάει το τετράποδο.
Την ευθύνη για την τελευταία φάση της ελληνικής τραγωδίας θα τη φέρει εκείνος που ενώ θα μπορούσε να ελαφρύνει το φορτίο του γαϊδάρου για να συνεχιστεί η πορεία, δεν το κάνει. Όχι γιατί δεν βλέπει τι πρέπει να κάνει, αλλά επειδή δεν φαίνεται να καίγεται και τόσο για το ζώο. Μπορεί, λέει, να ζήσει και χωρίς αυτό. Όταν πάνω από το 70% της γερμανικής κοινής γνώμης έχει διαπαιδαγωγηθεί - από ποιους άραγε - να επιθυμεί την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης, επειδή αν μείνει εντός θα τη φορτώνεται εις το διηνεκές ο γερμανός φορολογούμενος, η ευρωπαϊκή ιδέα αλλά και η ορθολογική σκέψη στη χώρα αυτή έχει καταρρεύσει. Διότι μια τέτοια κοινή γνώμη έχει ήδη μετεξελιχθεί στον καλύτερο σύμμαχο των «αγορών» που από τη δική τους πλευρά βλέπουν ότι τα κέρδη ανεβαίνουν, όσο δεν υπάρχει σταθερή και ισχυρή βούληση να σωθεί ο γάιδαρος.
Και αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα στη σημερινή, κάθε άλλο παρά ενωμένη, Ευρώπη: το αντιευρωπαϊκό κλίμα που ενισχύεται στις κοινωνίες του Βορρά, και κυρίως στη Γερμανία. Το κλίμα αυτό ουσιαστικά «απαγορεύει» σε πολιτικούς φορείς των χωρών αυτών να αναδιατάξουν τις πολιτικές δανεισμού έναντι των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, αν θέλουν να επιβιώσουν πολιτικά και, πολύ περισσότερο, να επικρατήσουν στις εκλογικές αναμετρήσεις. Και την γερμανική κοινή γνώμη δεν την διαμορφώνει ούτε ο «εθνικός χαρακτήρας» των Γερμανών, ούτε οι εμπειρίες της Βαϊμάρης. Τη διαμορφώνει ο χώρος των μέσων μαζικής επικοινωνίας, η επικοινωνιακή πολιτική της Bild, του Focus και της Welt, για να αναφέρω τρία μόνο ενδεικτικά παραδείγματα [24].
Οι απλουστευτικές ερμηνείες για την κρίση χρέους στον ευρωπαϊκό Νότο, και κυρίως οι ερμηνείες με εθνοτικό περιεχόμενο, σύμφωνα με τις οποίες η υπερχρέωση της Ελλάδας οφείλεται στην τάση των Ελλήνων να είναι ανεύθυνοι και να ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους με δανεικά, ενεργοποίησαν στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες απολύτως ξεπερασμένα και άκρως αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις για τους Έλληνες, τα οποία με τη σειρά τους περιορίζουν σημαντικά τους πολιτικούς ελιγμούς ηγετών και κομμάτων ευρωπαϊκών χωρών για μια πολιτική αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης χρέους που να διασφαλίζει τη συνοχή της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Επιθετικές «κοινές γνώμες» στη βόρεια ζώνη της Ευρώπης ενισχύουν εκείνες τις πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που τάσσονται υπέρ μιας αναδόμησης της Ευρωζώνης με κριτήριο την ευρωστία των οικονομιών που την συνθέτουν.
Ο οικονομικός εθνικισμός του ευρωπαϊκού Βορρά χρησιμοποίησε για την ανάπτυξη των επιχειρημάτων του μια γλώσσα που όλοι είχαμε πιστέψει ότι ανήκει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας: τη γλώσσα του εθνοτικού λαϊκισμού [25]. Αποδείχθηκε ότι η εκτίμηση αυτή ήταν λανθασμένη. Στην πρώτη σοβαρή οικονομική απειλή που αντιμετώπισε η Ευρώπη στην πρόσφατη ιστορία της, αποδείχτηκε ότι δεν διαθέτει ούτε τις δομές, ούτε τις προσωπικότητες που θα μπορούσαν να παραμερίσουν τις διαλυτικές τάσεις και τους ανταγωνισμούς των εθνικών οικονομιών μέσα στην ίδια την Ευρώπη.
Η μορφή που θα λάβει η τελευταία φάση του δράματος της ελληνικής κρίσης χρέους - παραμονή στην Ευρωζώνη και τριτοκοσμικές συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα ή έξοδος από την Ευρωζώνη και ακόμη πιο τριτοκοσμικές συνθήκες για τους πολίτες της χώρας - θα σημαίνει και στις δύο περιπτώσεις κοινωνική και πολιτική αποσταθεροποίηση της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το γεγονός ότι οι ηγεσίες σημαντικών - για τη διαμόρφωση της πολιτικής δανεισμού της Ελλάδας – χωρών δεν έχουν «σκεφτεί» το ενδεχόμενο της αποσταθεροποίησης, είναι πολιτικά ανεξήγητο. Αντιθέτως, εξηγείται καλύτερα γιατί φαίνεται σαν να μη το έχουν «σκεφτεί», αν υποθέσουμε ότι δεν το έχουν αποκλείσει. Και το δράμα των Ελλήνων είναι ότι βρίσκονται για ιστορικούς λόγους σε μια Ένωση, της οποίας τα ισχυρότερα μέλη δεν αποκλείουν την αποσταθεροποίηση της ελληνικής κοινωνίας, την οποία μάλιστα προς το παρόν τουλάχιστον έχουν την πολυτέλεια να προκαλούν.
Την έχουν όμως πράγματι; Εδώ μάλλον φαίνεται να υπερεκτιμούν τις δυνάμεις τους [26]. Δεν είναι η πρώτη φορά. Ο πειραματισμός με την Ελλάδα θα σταματήσει μόνο μόλις η χώρα μπορέσει και ενταχθεί σε μια ευρύτερη συμμαχία για μια λιγότερο μονεταριστική και περισσότερο πολιτική Ευρώπη. Αν δεν υπάρξει αυτή η συλλογική ανάσχεση του γερμανικού νεοφιλελευθερισμού, η ελληνική τραγωδία είναι αναπόφευκτη: μέσα ή έξω από την Ευρωζώνη.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Beck, U.: Weltrisikogesellschaft. Auf der Suche nach der verlorenen Sicherheit. Suhrkamp, Frankfurt am Main, 2007.
[2] Βλ. Asiye Öztürk στο http://www.das-parlament.de/2012/35-37/Beilage/000.html
[3] Βλ. http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_14/09/2012_46...
[4] Βλ. http://www.nytimes.com/2011/10/07/opinion/krugman-confronting-the-malefa...
[5] Βλ http://www.taz.de/Das-Potenzial-der-Occupy-Bewegung/!80859/
[6] Ειδικά σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, η πολιτική αναίρεσε το δόγμα της «ελευθερίας των αγορών από τις ρυθμίσεις της πολιτικής» και προσχώρησε σε κάτι εντελώς διαφορετικό, δηλαδή εφάρμοσε πολιτικές επαναχρηματοδότησής τους με πόρους των φορολογουμένων. Αυτή τη μεταστροφή ονομάζει επιτυχώς ο Ulrich Beck “κρατικό σοσιαλισμό για τους πλούσιους» (http://www.taz.de/Das-Potenzial-der-Occupy-Bewegung/!80859/). Για τα γνωρίσματα αυτού του «νέου» καπιταλισμού βλ. επίσης Edward Luttwak Αχαλίνωτος καπιταλισμός, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2003. Για την επιθετικότητα των ελίτ μέσα στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς ο Γερμανός κοινωνιολόγος Wilhelm Heitmeyer χρησιμοποίησε προσφυώς τον όρο «ταξική πάλη από τα πάνω» (βλ.http://www.spiegel.de/spiegel/print/d-82995572.html )
[7] Η θέση αυτή δεν εκφράζεται μόνο από ελληνικά έντυπα και Έλληνες σχολιαστές. Μια ολόκληρη «σχολή σκέψης» έχει δημιουργηθεί με επίκεντρο τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους από τους ευρωπαίους εταίρους, και κυρίως από τη Γερμανία. Άρθρα κριτικών Γερμανών σχολιαστών, οικονομολόγων και άλλων, έχουν επισημάνει από καιρό αυτό το γεγονός (βλ. λ.χ.http://www.sueddeutsche.de/kultur/gedicht-von-guenter-grass-zur-griechen...,), το ίδιο και έντυπα πέραν του Ατλαντικού (βλ. ενδεικτικάhttp://www.nytimes.com/2011/11/06/business/global/europes-two-years-of-d...).
[8] Ο πυρήνας της ερμηνείας αυτής είναι ότι οι Έλληνες ζούσαν πέρα από τις δυνατότητές τους, καταναλώνοντας περισσότερα από όσο παρήγαγαν. Η θέση αυτή δεν εκφράζεται στο γερμανικό τύπο μόνο από το συντηρητικό φάσμα του πολιτικού και του πνευματικού κόσμου (βλ. π. χ. Karl Brenke
Nötige Modernisierung der griechischen Wirtschaft: eine Herkulesaufgabe, στο http://www.das-parlament.de/2012/35-37/Beilage/003.html). Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της ερμηνείας μπορεί να δει κανείς σε άρθρο του Thilo Sarrazin στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine με τίτλο «Griechen, Euro und die deutsche Schuld» (http://www.faz.net/aktuell/politik/inland/gastbeitrag-von-thilo-sarrazin...). Η ερμηνεία που δίνει ο Sarrazin περιέχει τα κεντρικά σημεία του δημόσιου λόγου περί ελληνικής κρίσης στη Γερμανία, δηλαδή την εικόνα στη συνείδηση του μέσου Γερμανού πολίτη για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και γιατί, αλλά και για το ποια είναι η σωστή λύση του προβλήματος. Για έναν κριτικό σχολιασμό αυτής της ερμηνείας βλ. http://www.aixmi.gr/index.php/oixaramofaides-tis-europis-ratsismos-agana....
[9] Η επισήμανση λ.χ. του Στεργίου ότι στις ελληνικές περιγραφές της κρίσης δεσπόζει η ερμηνεία πως η αιτία της βρίσκεται στους δανειστές της χώρας (βλ. Andreas Stergiou
Anatomie eines Niedergangs? Griechenland und die Europäische Union, στο http://www.das-parlament.de/2012/35-37/Beilage/007.html) είναι ακριβής, αλλά αυτό από μόνο του δεν αποκλείει το γεγονός η εν λόγω ερμηνεία να είναι και ορθή.
[10] Βλ. http://www.aixmi.gr/index.php/oixaramofaides-tis-europis-ratsismos-agana.... Τα γερμανικά στερεότυπα για τους Έλληνες δεν είναι καινούργια, ορισμένα μάλιστα από αυτά συνδέονται με οδυνηρές εμπειρίες του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος, βλ. λ.χ. Hagen Fleischer, Die „Viehmenschen“ und das „Sauvolk“, in: Wolfgang Benz et al. (Hrsg.), Kultus – Propaganda – Öffentlichkeit, Berlin 1998, σελ. 135-169.
[11] Ενδεικτικά ως προς αυτό είναι τα κείμενα των εκπομπών του δημοσιογράφου του Real FM Γιώργου Τράγκα.
[12] Βλ. Heinz Richter Politische Kultur in Griechenland, Parlament, Nr. 35-37, 2012, στοhttp://www.das-parlament.de/2012/35-37/Beilage/005.html.
[13] Είναι με αυτή την έννοια που η κρίση λειτούργησε ως γεννήτρια της ριζοσπαστικοποίσης στην ελληνική πολιτική σκηνή, βλ. Vassilis S. Tsianos , Dimitris Parsanoglou
Metamorphosen des Politischen: Griechenland nach den Wahlen, στο http://www.das-parlament.de/2012/35-37/Beilage/002.html.
[14] Βλ. http://www.aixmi.gr/index.php/tango-syriza-talimpan/
[15] Εκεί έχουν τη ρίζα τους και οι λέξεις «κατοχή» ή «προτεκτοράτο» που δεσπόζουν στον ελληνικό δημόσιο λόγο για την περιγραφή της κατάστασης, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την επιβολή του «μνημονίου», και που από ορισμένους εκτιμάται ως υπερβολική «ελληνική» αντίδραση. Βλ. λ.χ. Andreas Stergiou Anatomie eines Niedergangs? Griechenland und die Europäische Union, στο
http://www.das-parlament.de/2012/35-37/Beilage/007.html
[16] http://www.24h.gr/section/politiki/k-papoulias-dextikame-ena-aneleito-ma...
[17] Το σενάριο δεν είναι αμιγώς «ελληνικό» (βλ. ενδεικτικά την ειρωνική κριτική ενός Γερμανού αρθρογράφου για τις διαμαρτυρίες http://www.faz.net/aktuell/politik/ausland/griechenland-widerstand-gegen...). Πρώτον, ο ίδιος ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας έχει μιλήσει αρκετές φορές δημόσια την τελευταία διετία για τις αδέξιες προσπάθειες της σημερινής γερμανικής ηγεσίας να «ηγεμονεύσει» στην Ευρώπη (βλ. http://www.nrhz.de/flyer/beitrag.php?id=17252 ). Δεύτερον, τόσο στη Βρετανία, όσο και την Ιταλία και την Ισπανία, το σενάριο της «γερμανικής ηγεμονίας» μέσω της κατάλληλης αξιοποίησης της κρίσης χρέους του ευρωπαϊκού Νότου δεν είναι και τόσο σπάνιο (βλ. http://www.welt.de/print/welt_kompakt/debatte/article108706271/Der-Zorn-...).
[18] http://www.welt.de/print/welt_kompakt/debatte/article108706271/Der-Zorn-....
[19] Βλ. ενδεικτικά http://www.sueddeutsche.de/wirtschaft/oekonom-manfred-neumann-fuer-griec...και http://www.welt.de/wirtschaft/article13839686/Die-Italiener-stecken-jede...
[20] Χαρακτηριστική για τη χρήση αυτής της γλώσσας είναι η αρθρογραφία της μεγάλης σε κυκλοφορία εφημερίδας Bild, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα των Hans-Jürgen Arlt, και Wolfgang Storz (βλ. http://www.otto-brenner-stiftung.de/fileadmin/user_data/kompakt/dokument...,http://www.otto-brenner-shop.de/uploads/tx_mplightshop/2011_04_06_Bildst... . Βλ. επίσης Eberhard Rondholz Anmerkungen zum Griechenland-Bild in Deutschland – Essay. Στο Das Parlament, Nr. 35-37 / 27.8.12, http://www.das-parlament.de/2012/35-37/Beilage/008.html. Για την πρακτική του “Griechenland-Bashing” στον γερμανικό δημόσιο λόγο βλ. ενδεικτικάhttp://www.spiegel.de/politik/ausland/altkanzler-gerhard-schroeder-kriti... , http://nachrichten.t-online.de/alexander-dobrindt-nach-griechenland-bash... , http://www.fr-online.de/debatte/griechenland-bashing-das-hellenische-fie....http://www.welt.de/newsticker/dpa_nt/infoline_nt/brennpunkte_nt/article1... ,http://www.handelsblatt.com/politik/deutschland/euro-debatte-ex-kanzler-... ,http://www.morgenpost.de/politik/article108809324/CSU-General-Dobrindt-e... ,http://www.theeuropean.de/christian-boehme/12111-griechenland-bashing-vo....
[21] Αγνοώ αν ο πραγματικός δημιουργός της διαπίστωσης «όλοι μαζί τα φάγαμε» εμπνεύστηκε το σύνθημά του από τη γερμανική αρθρογραφία. Όμως θα μπορούσε άνετα να το είχε εμπνευστεί και από εκεί.
[22] Η πρόσφατη δημόσια κριτική ή και λογοκρισία στο ποίημα του νομπελίστα Günter Grass με το οποίο ασκούσε κριτική στην εξωτερική πολιτική του Ισραήλ είναι ενδεικτική αυτού του κλίματος (βλ. http://www.sueddeutsche.de/kultur/gedicht-zum-konflikt-zwischen-israel-u...)
[23] Για το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί σε άλλους (π.χ. Γερμανία) σε ό,τι αφορά την κρίση χρέους στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου βλ. λ.χ. την ανάλυση του Παναγιώτου στην γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung (http://www.sueddeutsche.de/wirtschaft/finanzkrise-in-griechenland-unser-...).
[24] Με αυτή την έννοια, η διολίσθηση των ελληνογερμανικών σχέσεων στο χειρότερο κατά τη γνώμη μου σημείο μετά την κατοχή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ‘παράπλευρη απώλεια’ της οικονομικής κρίσης, όπως υποστηρίζεται από ορισμένους (Βλ. Danae Coulmas
Von der Ungleichzeitigkeit der Kultur oder: das „schwierige Geschäft, Grieche zu sein“
http://www.das-parlament.de/2012/35-37/Beilage/006.html). Μόνον εντελώς αφελείς και ανιστόρητοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν ότι το διαρκές και παρατεταμένο «μαστίγωμα» των Ελλήνων μέσω μιας συνεπούς αρνητικής και συχνά προσβλητικής δημοσιότητας (βλ. http://www.aixmi.gr/index.php/katarreusiaftonohteksegerkoroid/ ) δεν θα έβλαπτε καίρια τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
[25] Η πιο κοντινή έκφραση στη Γερμανική για τη σκέψη που εξωτερικεύεται με τη γλώσσα αυτή είναι «völkisches Denken».
[26] http://online.wsj.com/article/SB1000142405270230387960457741031251315524...
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Πηγή: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69031/athanasios-gkotobos/pos-kai-giati-i-germania-epitethike-enantion-ton-ellinon?page=show