Αλλοίμονο, εμείς που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία, δεν καταφέραμε να’ μαστε φίλοι ανάμεσά μας. Μ. Μπρέχτ
Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011
Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011
Σταμπολιάδης Ηλίας -Η ανατροπή χρειάζεται σχέδιο αναδόμησης
Η ανατροπή χρειάζεται σχέδιο αναδόμησης
Σήμερα υπάρχει ένας υπερκορεσμός στην πολιτική ζωή του τόπου που πρέπει να εκτονωθεί. Τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει το σχέδιο που θα πάρει η εκτόνωση και επειδή ο κόσμος φοβάται να μη δημιουργηθεί κανένα έκτρωμα και τα πράγματα οδηγηθούν στο χειρότερο, περιμένει μέχρι να αναγνωρίσει την πολιτική δομή που θέλει να δημιουργήσει. Σαν παράδειγμα ανησυχίας του κόσμου αναφέρω αφενός την Αίγυπτο όπου όταν οι άνθρωποι σκοτώνονταν στο Κάϊρο ο διάδοχος του συστήματος ήταν στην Ουάσιγκτον να πάρει το χρίσμα, αφετέρου στη δική μας ιστορία όταν οι Έλληνες επαναστάτησαν το 1821 οι ξένες δυνάμεις επέβαλαν τον Όθωνα και τους Βαβαρούς ενώ φυλάκισαν τον Κολοκοτρώνη και δολοφόνησαν τον Καποδίστρια. Δεν φθάνει επομένως να αναλύουμε μόνο τις αιτίες που μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση και να στιγματίζουμε τους υπεύθυνους αλλά πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο δράσης που θα εμπιστευθεί ο κόσμος και θα το ακολουθήσει.
Η συντεχνιακές διαμαρτυρίες τάξεων που στην ουσία αποτελούν μέρος του προβλήματος διχάζουν τον απλό κόσμο, που έχει υπάρξει θύμα των οργανωμένων συντεχνιών που δρουν εις βάρος του κοινού συμφέροντος. Δυστυχώς σήμερα, αφενός μεν κυκλοφορούν πολλές προτάσεις για αλλαγή του συστήματος, εκ των οποίων πολλές είναι υστερόβουλες ή ελλιπείς, αφετέρου δε το κριτήριο του κόσμου έχει αμβλυνθεί και δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ορθή δομή, ούτε έχει αγωνιστικό φρόνημα για την επιβολή της. Επομένως αν και το σύστημα είναι υπέρκορο και υπάρχει η δυναμική για να δημιουργηθεί η διάδοχος κατάσταση, βλέπουμε ότι δεν ξεκινά η ανατροπή. Θα πρέπει επομένως όχι μόνο να προτείνουμε το σχέδιο λειτουργίας του νέου πολιτεύματος, τον τρόπο διαχείρισης της οικονομίας και το είδος των σχέσεων μας με το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον αλλά συγχρόνως θα πρέπει να μιλήσουμε στην γλώσσα που θα αφυπνίσει τον κόσμο και θα τον διεγείρει σε κοινή δράση.
Χρειαζόμαστε έναν πυρήνα που θα συγκεντρώσει τον κόσμο, θα μιλάει τη γλώσσα του ή/και θα εκπροσωπεί τα βαθύτερα πιστεύω του. Ο πυρήνα αυτός θα πρέπει να είναι φορέας και της δομής που πρέπει να δημιουργηθεί. Ο Μίκης Θεοδωράκης με την πρόσκληση της Σπίθας ανέλυσε θαυμάσια το πως φθάσαμε έως εδώ, περιέγραψε την αθλιότητα της παρούσας κατάστασης και απέρριψε τους σημερινούς ηγέτες σαν συνυπεύθυνους της εξαθλίωσης αλλά, έκτος από ανυπακοή στους παράνομους ηγέτες και παρότρυνση δημιουργίας ομάδων συσπείρωσης δεν έδειξε το σχέδιο της νέας δομής που θα αντικαταστήσει την παλιά που καταρρέει. Τα άτομα που τον περιστοιχίζουν προέρχονται κατά κανόνα από τον αριστερό χώρο με υπόβαθρο παθητικής διαμαρτυρίας χωρίς θετικές προτάσεις , η πάλαι ποτέ αυτονόητη πρόταση του κομμουνισμού έχει ήδη καταρρεύσει και επομένως δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως ο τύπος του πολιτεύματος που προτείνεται. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησία της Ελλάδος πήρε θέση με το καλύτερο ίσως πολιτικό κείμενο της μετά τη μεταπολίτευση, γραμμένο από τον σεβασμιώτατο Σισανίου και Σιατίστης κύριο Παύλο. Εκ των πραγμάτων όμως, αν και η Εκκλησία αποτελεί τον ισχυρότερο πυρήνα συσπείρωσης εντούτοις δεν περιμένει κανείς από αυτή να υποδείξει το σχέδιο αλλά κυρίως να θέσει το ηθικό υπόβαθρο δημιουργίας του, πράγμα που έχει εκλείψει από την κοινωνία μας και στο οποίο ή Εκκλησία έχει υστερήσει και έχει υποσκελιστεί από τον αμοραλισμό της νέας τάξης πραγμάτων και τον Δούρειο Ίππο της δήθεν ανεξιθρησκίας τον οποίο της υπέβαλλαν να εισάγει στη χώρα.
Υπάρχουν πολλές οργανώσεις, συσπειρώσεις, πρωτοβουλίες και μικρά εξωκοινοβουλευτικά κόμματα εν τω γενέσθαι, κάθε οργάνωση θέλει να συσπειρώσει τους πολίτες γύρω της και να γίνει φορέας της αλλαγής. Το σύστημα ανθίσταται στις οργανώσεις, δεν τους δίνει την ευκαιρία να γίνουν γνωστές και η μόνη διέξοδος είναι το διαδίκτυο, έτσι ενώ πολλοί παράγουν πολιτική σκέψη αυτή δεν βρίσκει άμεση διέξοδο στον κόσμο. Αντιθέτως το σύστημα, που αν και έχει πάψει να παράγει πολιτική σκέψη και υπάρχει μόνο σαν εικονική πραγματικότητα στις ειδήσεις των εννέα, αυτοπροβάλλεται και υποδεικνύει τα δικά του φθαρμένα πρότυπα και πρόσωπα που με διάφορα προσωπεία συναίνεσης και διαπλοκής προσπαθούν να παρουσιαστούν σαν σωτήρες, αυτοί που είναι οι βασικοί υπεύθυνοι της οικονομικής και κυρίως της ηθικής κρίσης.
Η κατάσταση είναι υπερκορεσμένη δεν είναι παρά θέμα χρόνου για να εκδηλωθεί το σχέδιο που θα συσπειρώσει τους πολίτες. Τα πρόσωπα υπάρχουν μεταξύ μας, οι ιδέες είναι σύγχρονες και το μόνο που χρειάζεται είναι να γίνει υπέρβαση των αδυναμιών μας: της αρχομανίας, της ανυπακοής, της απληστίας, της ακηδίας και της μη αναγνώρισης του άλλου. Χρειάζεται να επιστρατευθούν τα χαρακτηριστικά της φυλής μας: η αρετή, η αυτοθυσία, η συναλληλία, ο ορθός λόγος, η φαντασία και η πίστη μας ότι έχουμε δικαίωμα στην ιστορία.
Ηλίας Σταμπολιάδης
Καθηγητής
Πολυτεχνείου Κρήτης
Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011
ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ- Χρειαζόμαστε Σύνταγμα!
![]() |
Posted: 06 Feb 2011 11:20 PM PST Αν σε τρεις μήνες ή σε πέντε ή σε οκτώ, ο ανέμελος ταξιδευτής πρωθυπουργός μας προκηρύξει εκλογές. Αν, δηλαδή, θελήσει να ισχυροποιήσει τη λαϊκή «συναίνεση» για την εφαρμογή του δουλοκτητικού «Μνημονίου». ΄Η αν θελήσει, απλώς να αξιοποιήσει τη δημοσκοπική υπεροχή του έναντι του κ. Σαμαρά (παρ’ όλο που θα συνιστούσε αυτοκτονική αφροσύνη η επιβάρυνση της κατεστραμμένης οικονομίας με εκλογές). Σε μια τέτοια πάντως περίπτωση, ποια μπορεί να είναι η αντίδραση των πολιτών της χώρας; Η πλειονότητα του ελλαδικού πληθυσμού, μισθωτοί, συνταξιούχοι, μικροί και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, οι πανικόβλητοι άνεργοι, ζούμε με το σοκ της απόγνωσης από την καταστροφή της οικονομίας. Τόσο η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση, εξευτελισμένη θεραπαινίς των φεουδαρχικών αξιώσεων του «Μνημονίου», όσο και η παραλυτικά ανίκανη να αυτοκαθαρθεί και ανασυνταχθεί αξιωματική αντιπολίτευση, θα είναι αναίδεια, σε βαθμό προσβολής της δημόσιας αιδούς, να ζητήσουν και πάλι λαϊκή έγκριση για τα ενεργητικά ή παθητικά (από ανικανότητα) κοινωνικά τους εγκλήματα. Δεν γίνεται, δεν υπάρχει περιθώριο ούτε λογικής ούτε ψυχολογικής αντοχής να ξαναβρεθούν οι πολίτες στο δίλημμα να επιλέξουν ή τον πασοκικό ενεργό λακεδισμό ή τη νεοδημοκρατική κουφόνοια και φαυλότητα. Τα δύο αυτά κόμματα είναι για την ελλαδική κοινωνία παρελθόν. Να υποχρεωθεί ο λαός να ξαναγυρίσει «επί το ίδιον εξέραμα», μοιάζει αδύνατο ή θα είναι ανυπόφορα ταπεινωτικός εξαναγκασμός. Οσο για τα αποσαρίδια της ήσσονος αντιπολίτευσης (παλαιοημερολογίτες του σταλινισμού, καριερίστες του αριστεροκάπηλου μηδενισμού, αετονύχηδες ψηφοθηρικής εκμετάλλευσης ιερών και οσίων) παραμένουν πρόκληση μείζονος απελπισμού και μόνο. Σίγουρα, για να λειτουργήσει κοινοβουλευτική δημοκρατία χρειαζόμαστε κόμματα. Αλλά κόμματα όπως τα προϋποθέτει η λογική της δημοκρατίας, όχι όπως τα αποκάλυψε (σε πολλοστή επανάληψη) η «εξεταστική» για τη Siemens επιτροπή: σαν σπείρες φαύλων, συντεχνίες λιμασμένων για χρήμα ανθρώπων. Χρειαζόμαστε επομένως, πριν από οποιεσδήποτε εκλογές, Σύνταγμα. Που να δώσει στη χώρα τα κόμματα τα απαιτούμενα για να λειτουργήσει δημοκρατία. Να θεσμοποιήσει όρους δημοκρατικής (όχι φεουδαρχικής) συγκρότησης και λειτουργίας των κομμάτων, δυνατότητες αξιόπιστου και αποτελεσματικού ελέγχου αυτής της λειτουργίας. Να ελευθερώσει το κράτος και τον συνδικαλισμό από τον θανατερό εναγκαλισμό των κομμάτων, να αποκλείσει τις κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια και από τα σχολειά. Καινούργιο Σύνταγμα πριν από τις βουλευτικές εκλογές; Ως πολιτική πρόταση θα συνιστούσε απλώς «προβολή» ουτοπικών απωθημένων, ρητορικό πυροτέχνημα, ανεδαφικό ρομαντισμό. Ομως ως ένδειξη, ως παραδειγματικό ζητούμενο, θα μπορούσε να λειτουργήσει καθοδηγητικά: να ξέρουμε τι ακριβώς έχουμε ανάγκη, να φωτίσουμε στόχο. Το πώς θα ικανοποιηθεί η ανάγκη, πώς θα επιτευχθεί ο στόχος, είναι συνάρτηση της κοινωνικής δυναμικής, συνεπαγωγή απροσδιοριστίας. Οταν μια κοινωνία έχει σαφείς, συνειδητούς στόχους που τους καθορίζουν επιτακτικές ανάγκες (όχι ιδεολογήματα ούτε οργανωμένα συμφέροντα), τότε μπορεί να γεννήσει λύσεις. Απροκαθόριστες. Η νομική φόρμουλα δεν είναι δύσκολο να βρεθεί αν εξασφαλιστεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το ψυχολογικό κλίμα στα δύο κόμματα εξουσίας μοιάζει αρκετά ώριμο, από τότε που βουλευτές και στελέχη τους δεν τολμούν πια να περπατήσουν στους δρόμους της πρωτεύουσας φοβούμενοι λυντσάρισμα. Πρέπει να ωρίμασαν σε ετοιμότητα να παραχωρήσουν δικαιώματα με πραγματικό αντίκρισμα (όχι κενές επιφάσεις) στον λαό. Να αναστείλουν κάποια άρθρα, ελάχιστα, του ισχύοντος (ιδιοχρησίας των κομμάτων) Συντάγματος, που αφορούν τις προϋποθέσεις αναθεώρησής του. Και να προκαλέσουν εκλογές Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης αποκλείοντας τη συμμετοχή εγγεγραμμένων μελών οποιουδήποτε κόμματος. Φαντασιώδες ενδεχόμενο, αλλά χαρακτηριστική ένδειξη της ανάγκης, δρομοδείχτης προσανατολισμού και στόχευσης. Εχει τεράστια σημασία, ακαταμάχητη κοινωνική δυναμική, να ξέρουμε ακριβώς τι θέλουμε. Οι ιδιοτελείς του κομματικού παλκοσένικου και οι ρηχόψυχοι της καταναλωτικής μονοτροπίας θα ήθελαν κάποιο θαυματουργό «ευρωομόλογο» ή όποιο άλλο τέχνασμα για να συνεχίσουμε απτόητοι να δανειζόμαστε, να βυθιζόμαστε στα χρέη. Αλλοι θα ήθελαν να γίνουν πραγματικότητα οι ηδονικές ονειρώξεις για πετρέλαια στην υποθαλάσσια ελληνική «Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη», ώστε να μεταβληθούμε θαυματουργικά σε Σαουδική Αραβία και να βυθιστούμε σε αποκάρωμα πλούτου μυθικού. Εμείς, όσοι αιρετικοί, εραστές της ελληνικής ιδιο-τροπίας, θέλουμε Σύνταγμα. Να αποκατασταθεί δημοκρατία, έστω η δάνεια της Νεωτερικότητας, αλλά όχι ως πρόσχημα για στυγνή κομματοκρατία, όχι ως ρετσέτα χρηστική εξισορρόπησης «δικαιωμάτων». Θέλουμε Σύνταγμα που να προϋποθέτει τη δημοκρατία ως συνεχές κοινό αγώνισμα για ποιότητα ζωής, συνάρτηση τής κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Θέλουμε τη δημοκρατία ως πεδίο για κατακτήσεις και επιτεύγματα, όχι για εξασφαλίσεις, εξαρτήσεις και υποταγή. Βέβαια, όταν διαβάζει κανείς τον αθηναϊκό Τύπο, όταν ακούει επαγγελματίες του κομματισμού ή συζητάει με οπαδούς, όταν παρακολουθεί τα γκαιμπελικά Δελτία Ειδήσεων της τηλεόρασης, καταλαβαίνει ότι και η εναργέστερη θέληση για δημοκρατία είναι πια ρομαντική ουτοπία. Το κενό των επιγνώσεων είναι τεράστιο, οικοδομημένο από την εκπαιδευτική πολιτική πολλών δεκαετιών. Η αμβλύνοια, η αγλωσσία, τελικά η αλογία συνιστούν το κατά πλειονότητα γνώρισμα της ελλαδικής κοινωνίας διαμορφωμένο επί πάμπολλα χρόνια από την πολιτική της «ποδοσφαιροφιλίας», του κρατικού τζόγου, του εξηλιθιωτικής τηλεοπτικής «αγωγής». Παρ’ όλα αυτά. Η δημοκρατία, έστω και η στρεβλή του ατομοκεντρισμού και της χρησιμοθηρίας, σώζει τον χαρακτήρα του κοινού αθλήματος, επομένως μπορεί, ακόμα και μέσα στις πιο δυσμενείς συνθήκες, να ξαναγεννηθεί, να επανεπιλεγεί, όπως κάθε στόχος ποιότητας της ζωής. Η «μετά-νοια», αλλαγή στον τρόπο του νοείν, είναι το εχέγγυο της ελευθερίας του ανθρώπου. |
Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011
Χατζηαντωνίου Κώστας - Μπροστά στην αμφισβήτηση της εθνικής πραγματικότητας και της νεοελληνικής ταυτότητας
Μπροστά στην αμφισβήτηση της εθνικής πραγματικότητας και της νεοελληνικής ταυτότητας
Τρίτη, 01 Φεβρουάριος 2011 08:00Αρθρογραφία

Η αναζήτηση θεμελιωδών αρχών μιας γενικής θεωρίας για το έθνος και η αναλυτική παρουσίαση των στοιχείων τα οποία συνθέτουν τη νεοελληνική ταυτότητα, δεν είναι ευχερής υπόθεση όταν αναλαμβάνεται στο πεδίο της πνευματικής ελευθερίας. Τα εμπόδια είναι πολλά: ευκολίες και ρητορισμοί ενός διανοητικού ιδεαλισμού, εμμονές και αγκυλώσεις του ιστορικού υλισμού (που αποτελεί την κυρίαρχη ακαδημαϊκή ιδεολογία των καιρών μας), αναπαραγωγή θεωριών από (και για) κοινωνίες με πολύ διαφορετική ιστορική εξέλιξη.
Είναι αναμφισβήτητο ότι τις τελευταίες δεκαετίες κυριαρχεί στις κοινωνικές και ιστορικές επιστήμες ένας αρνητισμός όσον αφορά την εθνική πραγματικότητα. Στο όνομα ενός απόλυτου σχετικισμού (που υπακούει πότε σε μια νεομαρξιστική θεολογία όπου όλα πρέπει να επιβεβαιώνουν τις «ιερές γραφές» και πότε σε μια θεολογία της αγοράς όπου τίποτε δεν πρέπει να θίγει το ιδιωτικό άβατο και να απειλεί την εμποροκρατική παγκοσμιοποίηση) αναζητείται η «διαφυγή» από νοητικές κατηγορίες που θεωρείται ότι έχουν «επιβληθεί» από το έθνος.
Τούτος ο αρνητισμός εντάσσει το έθνος στις «φαντασιακές κοινότητες» και κάνει λόγο για «επινόηση της παράδοσης». Αρνείται δηλαδή ότι το έθνος είναι πριν απ’ όλα συνείδηση, βούληση και εμπειρία ζωής. Αν και οι ορισμοί σε αυτό το ζήτημα δεν είναι, όπως παρατηρήσαμε, εύκολη υπόθεση, πρέπει να ξεκινήσουμε από την κατανόηση του έθνους ως υπαρκτικού δεσμού. Αυτό που Είναι ο άνθρωπος καθολικά πριν από την εθνική και κοινωνική του διαφοροποίηση δεν μπορεί να προσδιοριστεί μέσα στα όρια του Χρόνου. Ο άνθρωπος δεν νοείται χωρίς την αισθητή του διάσταση, δεν υπάρχει εν κενώ. Γνωρίζουμε το γεγονός της ύπαρξης καθενός μας σε συγκεκριμένο χώρο, χρόνο και μορφή. Γεννιόμαστε μονάχα μία φορά και υπάρχουμε Εδώ και Τώρα. Γεωγραφικοί και φυλετικοί παράγοντες μας σημαδεύουν πριν γεννηθούμε, πολιτιστικοί μας ανατρέφουν, κοινωνικοί μας σφραγίζουν. Το Είναι της υπάρξεώς μας μάς γίνεται προσιτό μόνο ως βίωση του ενθάδε υπάρχειν. Η γη και η ιστορία μας συνεπώς δεν αποτελούν τυχαίες ιδιότητες αλλά υποστασιακά στοιχεία μας.
Αυτή η κοινότητα εμπειρίας που μορφοποιήθηκε ιστορικά στο έθνος, δεν είναι αισθητική ή νοητική κατασκευή, δεν είναι φαντασιακή ή ιδεαλιστική σύλληψη αλλά βαθειά υπαρκτική εμπειρία. Το έθνος ως κοινωνική εμπειρία και πνευματική σχέση δεν εμφανίζεται ούτε αφορά σε ορισμένη ιστορική περίοδο αφού μοναδική είναι η πορεία κάθε κοινωνίας, διαφορετικός ο ρυθμός και η εξέλιξη, τα όρια της προόδου. Οι θεωρίες που αρνούνται την ελευθερία του ανθρώπου και περικλείουν τα πάντα σε μια αυθαίρετη νομοτελειακή εξέλιξη δεν ήταν δυνατόν, ασφαλώς, να ανεχθούν στην περίπτωση του έθνους μια πλουραλιστική αντίληψη. Η ανάλυση της εθνογένεσης των σύγχρονων δυτικών εθνών έγινε το υπόδειγμα στο οποίο πρέπει να υπαχθεί η παγκόσμια Ιστορία. Και αφού στη Δύση «τα έθνη γεννήθηκαν στη νεώτερη εποχή», κανένα έθνος δεν μπορεί να υπήρξε νωρίτερα.
Η λαθροχειρία (που ασμένως έγινε δεκτή από τη μεταπρατική διανόηση που κυριαρχεί σήμερα στα ελλαδικά πανεπιστήμια) είναι διττή. Πρώτο, ταυτίζουν την έννοια του έθνους με το πολιτικό σχήμα του εθνικού κράτους (που όντως είναι νεώτερο φαινόμενο) και δεύτερο υποτάσσουν όλα τα έθνη του κόσμου στη δυτικοκεντρική ιδεολογία αφού στη Δυτική Ευρώπη τα έθνη εμφανίζονται τα νεώτερα χρόνια (μετά τις φυλετικές μεταναστεύσεις και τις πολιτιστικές ζυμώσεις του Μεσαίωνα). Επιπρόσθετα, οι πιο ακραίοι θεωρούν ότι το κράτος είναι αυτό που δημιουργεί το έθνος, κάτι που συνέβη μόνο στον Τρίτο Κόσμο με την αυθαίρετη χάραξη συνόρων από την αποικιοκρατία και την τεχνητή συνένωση φυλών πριν αυτές ελεύθερα εξελιχθούν σε έθνη όπως συνέβη στην Ευρώπη.
Πίσω από τη θεωρία αυτή δεν αποκρύπτεται το δόγμα του ιστορικού υλισμού, όπου όλα ακολουθούν την πορεία των παραγωγικών σταδίων, με τα έθνη να αποτελούν ένα ιδεολογικό σχήμα της νεώτερης αστικής περιόδου, καταδικασμένο να αφανιστεί σε συνθήκες σοσιαλισμού. Η ιστορική διάψευση δεν αποθάρρυνε τους οπαδούς του δόγματος αυτού που αποδεικνύονται γνήσιοι απόγονοι των ρατσιστικών αντιλήψεων του Μαρξ και του Ένγκελς για τα έθνη: είναι γνωστό πώς οι δύο αυτοί Γερμανοί διανοούμενοι μιλούσαν για τα «υπολείμματα και τα ερείπια λαών» και πώς προανήγγελλαν το «ολοκληρωτικό ξερίζωμα» μιας σειράς εξ αυτών διότι τούτο επέβαλλε, υποτίθεται, η πορεία προς την κοινωνική πρόοδο, το περιβόητο όσο και κακόηχο «προτσές». Τα έθνη χωρίζονταν έτσι σε «ιστορικά» και «μη ιστορικά» και τα δεύτερα (που θεωρούνταν εμπόδιο στην εξέλιξη και επιβεβαίωση της θεωρίας), έπρεπε να καταστραφούν. Τώρα, αν στα «μη ιστορικά έθνη» υπάγονταν οι Νοτιοσλάβοι των Βαλκανίων (στους οποίους Μαρξ και Ένγκελς, μη προς κακοφανισμόν μας, εντάσσουν και εμάς τους Έλληνες) αυτό δεν φαίνεται να στενοχωρεί τους ημεδαπούς οπαδούς των θεωριών αυτών. Ούτε ότι τις ρατσιστικές αυτές προφητείες, ένας συμπατριώτης του Μαρξ και του Ένγκελς, ο Άντολφ Χίτλερ, επανέλαβε ως έμπνευση για την εξόρμησή του προς κατάληψη της σλαβικής Ανατολής.
Η σύγχρονη πολεμική κατά του έθνους δεν διστάζει να φθάσει και στην ευθεία αμφισβήτηση των αξιών της εθνικής αυτοδιάθεσης, της θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής που η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη εισήγαγε στο σύγχρονο κόσμο: του γεγονότος ότι η κοινωνική μονάδα που δικαιούται και οφείλει να αυτοκυβερνάται είναι το έθνος και αυτή η αυτοκυβέρνηση πηγάζει από το φυσικό δικαίωμα αυτοκαθορισμού του ανθρώπου. Πίσω από μια «αντιεθνικιστική» ρητορεία δύσκολα αποκρύπτεται η νέα ιερά συμμαχία μιας διπλής αντίδρασης: Ο ιμπεριαλισμός που επιθυμεί να πλήξει τη μοναδική ιδεολογία που τον αντιμάχεται πραγματικά και οι ομάδες ταξικών συμφερόντων που θέλουν να επιβάλουν την κυριαρχία τους επί του λαού και του έθνους. Μια απόπειρα ιδεολογικής δικαίωσης του προεπαναστατικού (1789) καθεστώτος και των πολυεθνικών αυτοκρατοριών που καταπίεζαν τους λαούς συντελείται, όχι φυσικά στο όνομα των αρχών εκείνων ή των ηθικών αξιών τους (που μέχρι τώρα κατασυκοφαντούνταν) αλλά για να επιστηριχθεί η δικτατορία του χρήματος και η εμμονή στα δόγματα του ιστορικού υλισμού.
Ασφαλώς τα πεπρωμένα των εθνών είναι σήμερα όσο ποτέ στενά συνδεδεμένα κι υπάρχουν προβλήματα (π. χ. οικολογικά) που απαιτούν παγκόσμιο προγραμματισμό, παγκόσμια γνώση, αποδοχή ενός κοινού μέλλοντος. Όμως γιατί αυτό πρέπει να γίνει με την κατάργηση και όχι με τη συνεργασία των εθνικών κρατών; Η εθνική ταυτότητα, με τη βαθειά ηθική και δημοκρατική της ουσία, αποτρέπει –δεν προκαλεί συγκρούσεις, που δημιουργούνται όταν η φυσική μας κοινωνικότητα καταστρέφεται και ο εθνισμός, το θεμελιώδες υποστασιακό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, αποχρωματίζεται. Δεν είναι τα έθνη που προκαλούν τη σύγκρουση και τον πόλεμο αλλά οι μονιστικές αντιλήψεις, οι μεγάλες παγκοσμιοποιητικές ιδεολογίες που αποδεδειγμένα έχουν εξαπολύσει εδώ και αιώνες πολέμους, καταστροφές, γενοκτονίες. Αντίθετα, το εθνικό κράτος είναι το μόνο στην ανθρώπινη Ιστορία που θεσμοθέτησε συνταγματικά τις οικουμενικές αξίες του δικαίου, της ισότητας, της ελευθερίας. Χωρίς εθνικό κράτος, χωρίς πατριωτισμό δεν μπορεί να διασφαλιστεί η δημοκρατία, η ανοχή, η ελευθερία. Και δεν αρκεί προς αντικατάστασή του μια κοσμοπολίτικη κουλτούρα. Εκτός κι αν έχουν κατά νου οι εχθροί του εθνικού κράτους κάποιαν περίεργη παγκόσμια αστυνομία.
Ας το πούμε ξεκάθαρα. Πίσω από την επιδίωξη καταστροφής του εθνικού κράτους κρύβεται ο νέος μεσαίωνας, ένας νέος ολοκληρωτισμός. Χωρίς εθνικό κράτος δεν θα υπάρχει διεθνές σύστημα, δεν θα μπορούν να τεθούν σε ισχύ διεθνείς συμφωνίες και οικουμενικές αρχές. Ο ιμπεριαλισμός, η επιβολή (βίαιη ή με το γάντι), η περιφρόνηση της ιδιαιτερότητας, η άρνηση του δικαιώματος στη διαφορά, αυτά είναι η ρίζα του κακού και των συγκρούσεων. Η πιο συνεπής πολιτική ειρήνης και συνεργασίας είναι η πολιτική που θεμελιώνεται επί της παραδοχής της διαφοράς. Μια πολιτική που θα αποδέχεται ότι ζούμε σε συγκεκριμένο τόπο και κοινωνία και όχι σε μια κοσμοπολίτικη κοιλάδα ευτυχίας.
Είναι σκληρή η αλήθεια για τους κοσμοπολίτες και τους ποικίλους οικουμενιστές. Πίσω από τη γλυκανάλατη αγάπη τους για όλους τους ανθρώπους (γενικώς και αορίστως) αποκρύπτεται η αδιαφορία τους για το διπλανό τους, για τους ανθρώπους της οικογένειας, της πόλης, της πατρίδας τους. Λατρεύουν μονάχα τον εαυτό τους και ας προσποιούνται τους φιλάνθρωπους. Δεν θέλουν να έχουν υποχρεώσεις παρά μόνο δικαιώματα. Κι είναι εύκολο να αγαπάς τον αφηρημένο άνθρωπο και όχι το συμπολίτη σου τον οποίο περιφρονείς ως επαρχιώτη. Ο κοσμοπολιτισμός τους που θέλει ένα κόσμο ανέστιων ξεριζωμένων, ένα κόσμο χωρίς ταυτότητες, επιθυμεί μονάχα ένα κόσμο συμβολαίων, αγορών, νομικών προσώπων. Όμως τα έθνη δεν είναι πακέτα μετοχών, είναι οι πιο εναργείς κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες. Γι’ αυτό και αληθινός κοσμοπολιτισμός χωρίς πατριωτισμό δεν μπορεί να υπάρξει. Θα οδηγεί πάντα στην αφαίρεση και την υποκρισία, σ’ έναν ηθικισμό πολύ διάφανο για να καλύψει τον κυνισμό και τον αμοραλισμό.
Εν κατακλείδι: Αν δεν αγαπάς την πατρίδα σου, δεν αγαπάς την ανθρωπότητα. Από το μέρος πάει κανείς στο Όλον. Από το Όλον μόνο στο τίποτα πας. Η Ισραηλίτιδα καθηγήτρια Γερτρούδη Χίμμελφαρμπ έχει δώσει μια έξοχη απάντηση σε όλες τις επικίνδυνες κοσμοπολίτικες ψευδαισθήσεις.
«Αυτό που συσκοτίζει ο κοσμοπολιτισμός και επιπλέον αρνείται, είναι τα δεδομένα της ζωής: Οι γονείς, οι πρόγονοι, η οικογένεια, η φυλή, η θρησκεία, η κληρονομιά, η ιστορία, ο πολιτισμός, η παράδοση –και η εθνική ταυτότητα. Αυτά δεν αποτελούν «τυχαία» χαρακτηριστικά του ατόμου. Αποτελούν ουσιώδη χαρακτηριστικά. Δεν ερχόμαστε στον κόσμο ως αυτόνομα άτομα που ελεύθερα αρμενίζουν. Ερχόμαστε σ’ αυτόν ολοκληρωμένοι, με όλα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που μας καθορίζουν και μας οδηγούν ώστε να γίνουμε πλήρως σχηματισμένα ανθρώπινα όντα, με μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Η ταυτότητα δεν αποτελεί ούτε τυχαίο γεγονός ούτε ζήτημα επιλογής. Είναι δεδομένη και δεν εναπόκειται στη θέλησή μας (…) Προσφέροντας κανείς την πρωταρχική του αφοσίωση στον κοσμοπολιτισμό, είναι σαν να προσπαθεί να υπερβεί όχι μόνο την ιθαγένεια, αλλά και όλες τις πραγματικότητες, τις ιδιαιτερότητες και τις αλήθειες της ζωής οι οποίες συνιστούν τη φυσική ταυτότητα του καθενός. Ο κοσμοπολιτισμός παρουσιάζεται σαν κάτι ωραίο και υψηλό, αλλά είναι μια ψευδαίσθηση. Και όπως όλες οι ψευδαισθήσεις είναι επικίνδυνος».
Αλλά δεν είναι μόνο η ευθεία αμφισβήτηση που απειλεί τη εθνική ταυτότητα. Στον καιρό μας, εξ αιτίας της προφανούς αδυναμίας του κοσμοπολιτισμού να διαβρώσει την ελληνική εθνική συνείδηση, βλέπουμε να εκτυλίσσεται μια μεθοδική προσπάθεια παραχάραξης ή ακόμη και άρνησης της νεοελληνικής ταυτότητας, στο όνομα μιας αρχαιόπληκτης επιστροφής. Η προσπάθεια αυτή αποτελεί άρνηση της εθνικής μας συνέχειας, άγνοια της ουσίας του έθνους που επιβίωσε χάρη στην ικανότητά του να προσλαμβάνει νέα μορφή απαντώντας κάθε φορά στην ιστορική πρόκληση. Η νεοελληνική ταυτότητα είναι προϊόν του διμέτωπου αγώνος των Ελλήνων της υστεροβυζαντινής περιόδου κατά της λατινικής- παπικής Δύσεως και κατά της τουρκικής- ισλαμικής Ανατολής. Η ταυτότητα αυτή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εξαιτίας της ιστορικής αποτυχίας του Νέου Ελληνισμού να επιτύχει την εθνική του ολοκλήρωση. Το καταθλιπτικό ορόσημο του 1922 διέρρηξε τη συνεκτική ιδέα της νεοελληνικής κοινωνίας και το συνθετικό χαρακτήρα της ταυτότητάς της.
Η στρατιωτική και πολιτική ήττα της Μεγάλης Ιδέας οδήγησε στην καθολική άρνησή της ως νοήματος αποκατεστημένου βίου των Ελλήνων. Μια άρνηση που δεν έδωσε τη θέση της σε ένα νέο κοινό όραμα. Το πνευματικό κενό μοιραία απλώθηκε, η ρήξη με την παράδοση διευρύνθηκε και παιδευτικό όραμα έγινε πλέον η κοινωνία της αφθονίας και της ατομικιστικής καταξίωσης. Το έπος του 1940 λησμονήθηκε μέσα στα εμφύλια πάθη που διαδέχθηκαν την τελευταία εκείνη έξαρση των Ελλήνων. Ό, τι ακολούθησε, ήταν άφευκτη συνέπεια της εθνικής ηττοπάθειας η οποία είχε ρίζες στα πρώτα χρόνια της Παλιγγενεσίας. Πριν στερεώσουμε τις παραδόσεις μας στο νεοελληνικό κράτος, πριν γνωρίσουμε και δοκιμάσουμε τον εαυτό μας στο διεθνές στερέωμα, πριν κατακτήσουμε την εθνική ολοκλήρωση και την ανεξαρτησία, παραδοθήκαμε στην πολιτική ωραιολογία της προόδου –που δεν τη θεωρήσαμε σαν πραγματικό προχώρημα της ζωής αλλά την ταυτίσαμε με κάθε νεοφανή, κατεδαφιστική ή τυχοδιωκτική εκδήλωση. Θεωρήσαμε την επίκληση του εκσυγχρονισμού όχι σαν μια σύγχρονη μορφή εκτέλεσης των εθνικών μας καθηκόντων αλλά σαν λυτρωτική απαλλαγή από κάθε καθήκον. Γίναμε κοσμοπολίτες πριν γίνουμε πολίτες.
«Και ό, τι είναι κατά βάθος δειλία, ψεύδος, κενότης, δουλική μίμησις –έγραφε ο Φώτος Πολίτης– επρόβαλεν εδώ ως κήρυγμα και εύρημα διανοιών φωτισμένων». Ήταν μοιραίο συνεπώς να μείνει χωρίς ανάλογη συνέχεια το λαμπρό ξεκίνημα με το Σολωμό και να ξεπέσει η πνευματική μας ζωή στην άθλια λογοτεχνία της μεταπολιτευτικής ηδονοθηρίας και στο πολύχρωμο τηλεοπτικό τέλμα.
Η αποδόμηση της νεοελληνικής ταυτότητας που επιχειρείται σήμερα, είτε στο όνομα μιας φαντασιακής αρχαιοπληξίας είτε στο όνομα των αναγκών του εκσυγχρονισμού, είτε στο όνομα μιας δήθεν ορθόδοξης καθαρότητας, εστιάζεται, διόλου τυχαία, στη σχέση Έθνους και Εκκλησίας. Αγνοούν ότι η ταυτότητα αυτή προέκυψε μέσα στο καμίνι της δουλείας, του πόνου και της απαντοχής. Δεν ήταν προϊόν διανοητικών ζυμώσεων που αντικαθίσταται μοιραία από μια νέα σύνθεση σύγχρονων ιδεολογικών αξιών αλλά αποτέλεσμα αιματηρών αγώνων. Δεν ήταν αποτέλεσμα παραγωγικών σχέσεων αλλά θεμελίωσης ενός νοήματος ζωής. Και αυτό το νόημα παραμένει πάντα επίκαιρο και σύγχρονο. Αν μια νέα μορφή σχέσεων είναι πρόσταγμα των καιρών, αυτή θα είναι προϊόν δημιουργικής σύνθεσης των εθνικών σκοπών και της σύγχρονης πραγματικότητας και όχι άρνηση της εθνικής μας ουσίας ή της κοινωνικής παρουσίας της Εκκλησίας. Θα είναι αποτέλεσμα της ελληνικής ικανότητας να μένουμε ανοιχτοί στον κόσμο χωρίς να παρασυρόμαστε απ’ αυτόν. Θα είναι αποτέλεσμα οικονομίας και όχι ρήξεως.
Η νεοελληνική ταυτότητα βρίσκεται και πάλι ενώπιον μιας παλαιάς διπλής πρόκλησης. Από τη μια η ξενόφερτη ασυναρτησία και ο δυτικός σπαραγμός. Από την άλλη η περιχαράκωση στο παλιό και ο ανατολίτικος λαϊκισμός. Η εποχή μας, εποχή απιστίας και αποθάρρυνσης, είναι ωστόσο, για τον ίδιο λόγο, η πιο κατάλληλη για αναζήτηση του αληθινού μας προσώπου, για τη συνειδητοποίηση ότι εθνική και ατομική ελευθερία είναι αξεχώριστες. Δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς τη βίωση της Ιστορίας μας, χωρίς τη συναίσθηση ότι είμαστε υπεύθυνοι απέναντί της στην καθημερινή μας ζωή και ότι το χρέος μας δεν το επιτελούμε με επετειακές ωραιολογίες. Η κατάσταση των ιστορικών σπουδών σήμερα στην Ελλάδα, με τη συστηματική αμφισβήτηση της εθνικής μας συνέχειας, την επίμονη καλλιέργεια της αλλοτρίωσης, της σχετικοποίησης και της ηττοπάθειας, προκαλεί και θέτει το υπεύθυνο άτομο (το Πρόσωπο) ενώπιον του πιο σοβαρού υπαρκτικού διλήμματος: την ενσωμάτωσή του στην Ευρώπη ως στοιχείου μιας μάζας ξεριζωμένων που θα αναζητά φθηνές ηδονές ή τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου υποδείγματος βίου, οργανικής εξέλιξης μιας μακράς παράδοσης που γεννήθηκε σ’ αυτό τον τόπο με θεμέλια την Πίστη και την Ελευθερία.
πηγή: Αντίφωνο, antifono.gr, Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευθύνη», τ. 408, Δεκ. 2005
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)